Εισήγηση της Ομάδας Γυναικών Θεσσαλονίκης για το διήμερο «Ενάντια στην Κουλτούρα του Βιασμού!»

Ήθελα να ξεκινήσω αυτή την παρέμβαση με την φράση: Η γυναίκα δεν υπάρχει, η γυναίκα βιάζεται. Και πως βιάζεται αυτό που δεν υπάρχει;

Το προβοκατόρικο λογοπαίγνιο εμπλέκει κάτι από τη θεωρία, τη διάσημη φράση του Λακάν (που σημασιοδοτεί αρχικά το γυναικείο υποκείμενο ως υποκείμενο της έλλειψης) με την πράξη, με το συμβάν του βιασμού, το οποίο εγγράφεται στη σφαίρα της εμπειρίας και εγγραφόμενο επιτελεί – ρυθμίζει, κανονίζει – καταρχήν το ίδιο το φύλο. Είναι οι γυναίκες που συνήθως βιάζονται, ακόμα και στην περίπτωση που βιάζεται ένας βιολογικά άντρας. Ίσως, μάλιστα, την ώρα που ένας άντρας βιάζεται, να θηλυκοποιείται.

Η πρώτη σκέψη που γεννιέται από αυτό το τεύχος που είναι αφιερωμένο ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού, είναι αυτή που αποτέλεσε και ένα από τα κίνητρα της ομάδας που το εξέδωσε: «Η διαπίστωση πως το θέμα του βιασμού ως πολιτικού ζητήματος απουσιάζει από το λόγο του λεγόμενου ριζοσπαστικού χώρου». Οι αιτίες είναι πολλές αλλά ενδιαφέρον έχουν όχι μόνο αυτές που εξακολουθούν να κάνουν τη διάκριση προσωπικού-πολιτικού (κατά τις οποίες ο ριζοσπαστικός χώρος έχει να ασχοληθεί με την πολιτική, με σοβαρότερα δηλαδή πράγματα… με τον βιασμό θα ασχολείται;) αλλά και αυτές που βυθισμένες στο τέρμα των μεταμοντέρνων θεωριών και των διάφορων αριστερών λακανισμών έχουν ξεχάσει, έχουν αφήσει πίσω την πολιτική πρακτική, αν όχι την πολιτική πράξη, αν όχι την ίδια την πολιτική. Από τη μια δηλαδή υπάρχει ένα πλήθος πληροφοριών, εν προκειμένω για το βιασμό και τη γυναίκα αλλά δεν υπάρχει, σα να λέμε, γνώση, οικειοποίηση των θεωριών, μέσα στους χώρους ή μέσα στα κεφάλια που κινείται η θεωρία. Από τη μια μοιάζει πως γνωρίζουμε την ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, τα διαφορετικά προτάγματα των φεμινισμών, έχουμε εμπεδώσει τη διάκριση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικά κατασκευασμένου φύλου, φλερτάρουμε ακόμα και με την αίρεση του φύλου, την πλήρη αποδόμησή του, κι από την άλλη εξακολουθούμε μέσα στους χώρους που κινούμαστε, να συντηρούμε πρακτικές, να φέρουμε αναπαραστάσεις, να αποσιωπούμε το ίδιο το συμβάν του βιασμού, να βιώνουμε, δηλαδή, τη θεωρία σαν κάτι εξωτερικό, σαν να μη μπορεί η ερμηνεία να τροφοδοτήσει την πολιτική επιλογή, την ίδια την πολιτική πράξη. Αυτό που μοιάζει να συμβαίνει είναι μια Πολιτική που παραμένει ταυτόσημη με όρους θεσμικούς αλλά δεν έχει την μορφή της καθημερινής εμπειρίας.

Αλλά τι σημαίνει μια πολιτική που παραμένει ταυτόσημη με όρους θεσμικούς δίχως να παίρνει τη μορφή της καθημερινής εμπειρίας; Σημαίνει πως είναι μια πολιτική που ξεχνά εκ νέου και αποσιωπά με αλλιώτικη δριμύτητα, πάντως με δριμύτητα, πως «το προσωπικό είναι πολιτικό». Πρόκειται ίσως για κάτι που έλκει την καταγωγή του από το γιατί η πολιτική, η λεγόμενη ριζοσπαστική αριστερά συγκεκριμένα, αποφάσισε να στραφεί στο προσωπικό: Η αριστερά κατέφυγε στο προσωπικό μόνον όταν το ορθολογικό ιστορικό υποκείμενο διέψευσε τις νομοτελειακές προσδοκίες της. Ή στράφηκε ώστε να κατανοήσει το γιατί δεν υπάκουσε τις νομοτελειακές προσδοκίες του ορθολογισμού, γιατί δεν υλοποίησε τις μεγάλες αφηγήσεις ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία και την ισότητα και όλα αυτά που το διαφωτιστικό πρόταγμα ζητούσε.  Γιατί δεν έκανε πράγματα για το καλό του ή γιατί δεν ήταν συνεπές προς τις εκφρασμένες επιθυμίες του για δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία κλπ. Βέβαια δεν είναι τυχαίο που αυτή η αριστερά στράφηκε στο υποκείμενο μόλις εκείνο διαλυόταν, για να ανακαλύψει εν τέλει τι; Όχι μόνον το ασυνείδητο αλλά έναν κατακερματισμό ρευστών ταυτοτήτων μια συνεχή εκκεντρότητα, μια ετερόνομη κατασκευή και – για να καταλήξουμε στον λακανικό σταρ Ζίζεκ – την εγγενή, σχεδόν οντολογική αλλοτρίωση που συνοδεύει τόσο το εγώ (φαντασιακό) όσο και το υποκείμενο (συμβολικό). Μάλιστα, κατ’ αντιστοιχία με ένα είδος μαζοχισμού, αυτή η θεωρία ανακάλυψε ένα πλεόνασμα απόλαυσης το οποίο ευθύνεται για το ότι δεν είμαστε επαναστατικοί. Η πολιτική, με λίγα λόγια, για να κάνει το πένθος της δικής της μεγάλης αφήγησης, έκανε το πένθος του υποκειμένου, ώστε να γίνει πολιτική. ΣΤΡΑΦΗΚΕ, υπό μια έννοια, στο υποκείμενο ως υποκείμενο της διάψευσής της. Και βέβαια δεν είναι παράδοξο καθώς η ΠΟΡΕΙΑ μοιάζει να ξεκινά αντίστροφα, από τον τόπο αυτού του πράγματος, αυτής της εκκεντρότητας, του οποίου εγώ, που φαντάζομαι ή του οποίου υποκειμένου συμβολοποιώ, εκφέρονται οι αναπαραστάσεις, κατοικείται ο κόσμος, η πολιτική αρχίζει. Το δομημένο εντός της πατριαρχικής εξουσίας υποκείμενο είναι που άρθρωσε μεγάλες αφηγήσεις, διαψεύστηκε και τελικά διαλύθηκε. Έκτοτε όμως η θέση πως «το προσωπικό είναι πολιτικό» αποσιωπήθηκε αλλιώτικα και εκ νέου. Είναι ένα θέμα που χωράει μεγάλη κουβέντα αλλά το σίγουρο είναι πως: Όταν η πολιτική στράφηκε στο υποκείμενο και στα θραύσματα της ταυτότητάς του, παραδόξως, διόγκωσε ένα είδος ατομικού έναντι του κοινωνικού. Ο αναγωγισμός του ατομικού στο πολιτικό, που συνέβη στο όνομα της πολιτικής παραδόξως μπορεί να αποβεί τελικά σε βάρος της. Διότι, παρά και ενάντια στο σκοπό των ερμηνειών, το προσωπικό, η εμπειρία που αυτό συνιστά, μπορεί να ενταχθεί ως παράμετρος στην πολιτική δίχως να γίνει ποτέ το ίδιο πολιτική.

Κοντά σε αυτή την οπτική, ορισμένες μεταμοντέρνες φεμινιστικές προσεγγίσεις, οδηγήθηκαν στην αποδόμηση του φύλου και σε ιδιότυπες προτάσεις με το εξής αποτέλεσμα όπως αναφέρει η Κέιτ Σόπερ: «ο φεμινισμός ως θεωρία τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του φεμινιστικού κινήματος». Από όλη αυτή την παρέκβαση, τη σχετική με τη θεωρία και την πράξη αυτό το οποίο θέλουμε να κρατήσουμε είναι το εξής: η γυναίκα κάποτε διαλυόταν μέσα στην αποσιώπηση, μέσα στις μεγάλες αφηγήσεις, μέσα στην πατριαρχία και τα προτάγματά της, τώρα μοιάζει να διαλύεται μέσα στη θεωρία. Και αντί η θεωρία και η ερμηνεία να γίνει ένα εργαλείο για την ανάληψη πολιτικής ευθύνης, γίνεται κάτι που την εμποδίζει. Και για να επιστρέψω στο τεύχος: μπορεί πια να αντιλαμβανόμαστε πως ο βιασμός όχι μόνον επιτελεί το φύλο, οργανώνει τη σύγχρονη κανονιστική αρρενωπότητα και ρυθμίζει τις σχέσεις εξουσίας, αλλά είναι και κάτι που παραμένει έξω από τις προτεραιότητες, την πρακτική, τις συνελεύσεις των ομάδων. Κι όπως αναφέρεται στο τεύχος: «το πρόσωπο του βιαστή είναι καθημερινό, ίσως φιλικό, υψηλά ιδεολογικό και ίσως και ηρωικό». Το θέμα όμως μένει ανοιχτό αλλά και ερμητικό όσο δεν μπαίνει στις πολιτικές συνελεύσεις. Το συμβάν του βιασμού, αυτής της σεξουαλικοποιημένης και όχι σεξουαλικής βίας (όπως λένε οι έκ-φυλες και το τεύχος) «αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες οργάνωσης της σύγχρονης κανονιστικής αρρενωπότητας». Και είναι ένα θέμα που η αποσιώπηση του ή η διαχείρισή του μπορεί να συμπυκνώσει ολόκληρη την κουβέντα περί πολιτικής. Άλλωστε, τα θύματα του βιασμού χρειάζεται να αφηγηθούν την ιστορία τους και όχι να τη διαβάσουν… Αυτό το οποίο θέλουμε να πούμε για την πολιτική πράξη που συνιστά η έκδοση αυτού του τεύχους, είναι το ότι σε αυτούς τους καιρούς, το να ασχολείσαι με το θέμα του βιασμού με αυτό τον τρόπο ξεπερνά τη διάζευξη μεταξύ μερικού και ολικού προτάγματος. Διότι μπορεί το υποκείμενο να αποδομήθηκε και τα προτάγματα να είναι ασαφή κι επικίνδυνα, ωστόσο υπάρχουν οι πράξεις, τα συμβάντα και οι θεσμοί που όχι μόνον επιτελούν το φύλο και κατασκευάζουν αυτήν ή την άλλη φαντασίωση για το υποκείμενο, αλλά συντηρούν τους αλλοτριωτικούς θεσμούς υπακούοντας στη μεταφυσική της μοίρας. Διότι μπορεί η υποκειμενικότητα μου να είναι μια ψευδαίσθηση αλλά είναι άλλο πράγμα αυτή η ψευδαίσθηση να κατασκευαστεί μέσα στο διάλογο και την αλληλεγγύη και είναι άλλο πράγμα αυτή η ψευδαίσθηση να κατασκευαστεί στο στρατό και την πορνογραφία, άλλο μέσα σε μια κοινωνία διαποτισμένη από την κουλτούρα του βιασμού και της βίας και άλλο σε μια κουλτούρα όπου ο βιασμός δεν κυριαρχεί. Όσο και να αποδομήθηκε το υποκείμενο, όσο και αν η γυναίκα δεν υπάρχει, τα συμβάντα μας καλούν στην πολιτική. Μπορεί να κινούμαστε δίχως να υπάρχει η ουσία της γυναίκας, μπορεί ακόμη και να μην μπορούμε να βρούμε τίποτα κοινό που να συνδέει όλες τις γυναίκες, όμως έχουμε την ευθύνη της πολιτικής επιλογής. Διότι δεν εννοείται αλλαγή που να μην μας εμπλέκει ως κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα σε αυτή την πιο θεμελιακή ευθύνη: ΑΥΤΗΝ που εν τέλει καθορίζει το πρόταγμα της αυτονομίας. Η θεωρία, ακόμη κι αυτή του φεμινισμού, δεν έχει καμιά σημασία όταν δεν έχει να πει τίποτα για την εμπειρία. Για μας, ο φεμινισμός έχει νόημα όταν παλεύει να αλλάξει τις αναπραστάσεις που αποδίδονται στη γυναίκα, τόσο στο πλαίσιο της πατριαρχικής ιστορίας, όσο και στην ταυτότητα της κάθε μιας μας μέσα στο χώρο και στον χρόνο που συμβαίνει αυτό το οποίο είμαστε και μας διαφεύγει. ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ να αντιλαμβανόμαστε την πολιτική ως εμπειρία εγγεγραμένη στο σώμα. Για αυτό και όταν από τους χώρους τους πολιτικούς απουσιάζει ο λόγος για το βιασμό, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι απουσιάζει η ίδια η πολιτική.

Η έκδοση αυτού του τεύχους, με τον τρόπο που έγινε και τις κουβέντες που χρειάστηκε, είναι για μας μια πολιτική πράξη. Διότι δεν πρόκειται για έναν λόγο υπέρ των θυμάτων και εναντίον των θυτών, ούτε μια πρόταση στο όνομα ενός υποκειμένου, αντίθετα αυτό που αναγνωρίζει και ζητά είναι η δυνατότητα και η άρθρωση ενός αιτήματος αυτονομίας κάθε στιγμή, από αυτό που είμαστε και μας διαφεύγει.

Ολόκληρο το τεύχος, ο λόγος περί πορνογραφίας και εθνικισμού, τα εξαιρετικά παραρτήματα για τον σουρεαλισμό και τις εβραίες γυναίκες στα στρατόπεδα των ναζί, ακόμα και το σκίτσο με τα ευάλωτα σημεία του ανδρικού σώματος, φέρνουν ξανά την πολιτική στην πρακτική αυτού που αποκαλείται πολιτικό και ως τέτοιο το χαιρετίζουμε. Κι εδώ, ως ομάδα γυναικών, συναντιόμαστε με τη συνέλευση ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού: στον τόπο όπου η ερμηνεία δεν υποκαθιστά την πράξη, αλλά παράγεται από την πράξη.

 

Ομάδα γυναικών Θεσσαλονίκης

28/11/08

Σχολιάστε