Από την κουλτούρα του φύρερ στην κυρίαρχη κουλτούρα (για τις πολυπολιτισμικότητες και άλλες κουλτούρες)

Μετάφραση του σχόλιου του μαρτίου στο ράδιο FSK Αμβούργο

Η ενασχόληση με το θέμα είναι, πρώτα απ’ όλα, αναχρονιστική, μιας και κανείς δεν αφιερώνει ούτε μια λέξη πια για αυτό και, δεύτερον, μας εισάγει σε ένα ζήτημα φαντασίας, το οποίο ποτέ πριν την εμφάνιση του δεν ήταν υπαρκτό σε οποιαδήποτε αντίστοιχη εκδοχή.

Είναι κατανοητό ότι η τελευταία επισήμανση, περί φαντασίας, προκαλεί αντίλογο, μιας και επί χρόνια ολόκληρα το θέμα αυτό ήταν το νούμερο ένα στο δημόσιο διάλογο της γερμανίας και μάλιστα αποτελούσε και την ατμομηχανή για τα κομματικά σχήματα των γερμανών, π.χ. τους ‘πράσινους’.

Ας αρχίσουμε, λοίπον, να μιλάμε για την κουλτούρα καθαυτή. Πιο συγκεκριμένα, να ξεκινήσουμε με αυτό που πάντοτε εννοούσαν με αυτή την έννοια και το ρόλο που της απέδιδαν ότι έπαιξε αυτή η έννοια στο πρακτικό και θεωρητικό επίπεδο και συνεχίζει να παίζει, ανάλογα βέβαια με τις κλιματικές αλλαγές και τις οικονομικές εξελίξεις.

Παρόλο που, ήδη από τη γέννηση της, την περιτύλιξαν με το φωτοστέφανο της αιωνιότητας, πράγμα που ούτε στον Μαρντούκ ούτε στον Δία επέτρεψαν, η έννοια «κουλτούρα» είναι πολύ πιο πρόσφατη ακόμα και σε σύγκριση με την πίτα πατάτας. Μόλις στο δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, δηλαδή 200 χρόνια μετά την εμφάνιση της πίτας από πατάτες, αντίκρυσε για πρώτη φορά το φως του κόσμου. Ήρθε στον κόσμο σαν ενα αποκλειστικά γερμανικό προϊόν (παρόλο που για τους μυημένους στο Καφέ Μόργκενλαντ είναι γνωστό κι αξίζει να τονίσουμε ξανά προειδοποιητικά πως το «γερμανικό» στη γλώσσα του ΚΜ, είναι αυτό με το οποίο εξοπλίστηκε ο εδώ πληθυσμός για να μπορέσει να προετοιμάσει, να πραγματοποιήσει και να επεξεργαστεί το Άουσβιτς πριν το γεγονός, κατά τη διάρκεια του αλλά και μετά). Η κουλτούρα επομένως ήταν και είναι μια αποκλειστικά γερμανική δημιουργία.

Ακόμη περισσότερο, υπάρχει μια πολύ πιο πολύπλοκη, μοιραία και επεισοδιακή σχέση ανάμεσα στην κουλτούρα και τους γερμανούς απ’ ότι ανάμεσα σε εναν μάστορα και το δημιούργημα του. Οι δύο πλευρές αλληλογονιμοποιούνταν με εναν θαυματουργό τρόπο.

Παρόλο που το φαινόμενο ήταν μοναδικό, υπήρξε και στους αγγλόφωνους και τους γαλλόφωνους διαφωτιστές μια έννοια που ήταν πανομοιότυπη με το γερμανικό νεογνό. Η έννοια της κουλτούρας, όμως, πριν από τον γερμανικό ιδεαλισμό, χρησιμοποιούταν στην καθημερινότητα στη συνέχεια μιας σειράς ρημάτων όπως ‘φυτεύω’, ‘δημιουργώ’, ‘φροντίζω’ κλπ και, αντίστοιχα, σε εκφράσεις όπως ‘κουλτούρα της σοδειάς’, ‘κουλτούρα της δημιουργίας’ κλπ. Η νέα, όμως, γερμανοεπαναστατική έννοια σήμαινε και σημαίνει πλέον «το σύνολο του πνεύματος, της τέχνης, της έκφρασης κλπ ενός συγκεκριμένου λαού» και δεν είχε πια καμία σχέση με την ομώνυμη ανεψιά της, εκτός από το ότι και οι δύο, ακριβώς, ήταν έννοιες ομώνυμες.

Ωστόσο, μπορούμε να μιλάμε και για μια μεταβατική περίοδο, στην οποία οι δύο έννοιες εφαρμόζονταν και χρησιμοποιούνταν παράλληλα. Έτσι, στον Καντ χρησιμοποιείται η έννοια με την παλιά της μορφή. Τη θέτει αποκλειστικά σαν μεταφορά, όπως π.χ. «κουλτούρα της λογικής» ή «κουλτούρα της νοοτροπίας», στις οποίες μεταφορές η έννοια αποδίδεται στην ουσία σαν λεπτότητα, διόρθωση ή βελτίωση. Αυτό το «σαν» σημαίνει αποκλειστικά τον τρόπο χρήσης της έννοιας απο τον Καντ κι όχι τη γενικευμένη αφηρημένη έννοια, στην οποία σύντομα μετατράπηκε το νεογνό. Επομένως, θα πρέπει να κατατάξουμε τον Καντ σε ότι αφορά ειδικά αυτή τη σχέση στους προ-επαναστάτες.

Ο Γκέτε είναι αναμενόμενο να αποτελεί έναν από αυτούς, που σηματοδοτούν τη μετάβαση. Παράλληλα με τη συνήθη χρήση της έννοιας χρησιμοποιεί το νεογνό για να συμπεριλάβει και μια χούφτα αίματος[1] που κρατάει σφιχτά στη γροθιά του. Δημιουργεί, έτσι, τα κατάλληλα για το μέλλον κατασκευάσματα όπως «κουλτούρα της πατρίδας», «κουλτούρα της υπαίθρου», «ανώτερη κουλτούρα», «ο βαθμός κουλτούρας», «γερμανική κουλτούρα» κλπ. Και αποκτά αίγλη και αναγνώριση σαν ένας από τους πρώτους επαναστάτες. Έτσι πετυχαίνουμε τον Γκετε πάνω στην εξέλιξη της έννοιας. Ο Φίχτε που ανέλαβε εγκάρδια την συν-δημιουργία, διατήρηση και προώθηση του γερμανικού έθνους, συναναστρέφεται μαζί του και εμπεδώνει με έναν νέο καυτό τρόπο τη νέα κουλτούρα: «η Κουλτούρα σημαίνει την εξάσκηση όλων των δυνάμεων με στόχο την απόλυτη  ελευθερία, την απόλυτη ανεξαρτησία από όλα όσα δεν είναι αυτούσια και δεν αποτελούν τον καθάριο εαυτό.». Με τον Χέρντερ φτάνουμε στο σταθερό υπέδαφος της ώριμης επανάστασης. Η παλιά έννοια αναγκάζεται να παραδώσει το πεδίο της μάχης στη νέα που αποκτά την απόλυτη κυριαρχία και απλώνεται ασυγκράτητα. Ακόμα και οι αγγλόφωνοι και οι γαλλόφωνοι χώροι υποτάσσονται σύντομα σε αυτήν. Ο 19ος αιώνας σηματοδοτεί την παρέλαση του θριάμβου της έννοιας της κουλτούρας. Ο μύθος παίρνει σάρκα και οστά. Ο φιλοσοφικός λίθος που μετατρέπει φτηνά μέταλα σε χρυσάφι δεν ήταν και δεν είναι τίποτε άλλο από την κουλτούρα. Οι μαζικές σφαγές και οι ποταμοί αίματος που  χύνονται στις αποικίες αποκτάνε ξαφνικά ένα νόημα και μια αιτία.

Η νέα έννοια της κουλτούρας εμφανίστηκε σε ένα συγκεκριμένο στάδιο των ιδιαιτεροτήτων της δυτικής πνευματικής ιστορίας, κατά την οποία μια οργανωτικά και παραγωγικά νέα κοινωνία εκτοπίζει την παλιά φεουδαρχική κοινωνία. Σε αυτήν αντικατοπτρίζονται οι νέες σχέσεις παραγωγής στο μη-υλικό επίπεδο, μια νέα παραγωγή νοήματος και πνευματικών επιστημών οι οποίες διαφέρουν από τις προηγούμενες και από το γεγονός μόνο ότι οι ίδιες αναπαράγουν νέες πνευματικές επιστήμες. Αποτελούν, δηλαδή, κάτι σαν την βαριά βιομηχανία των πνευματικών προϊόντων. Η νομιμοποίηση της νέας αστικής τάξης προϋποθέτει μια επανερμηνεία των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, έναν απόλυτα  καινούργιο τρόπο κατανόησης της πραγματικότητας. Μια τέτοια επανερμηνεία απαιτεί ένα ισχυρό και νέο οπλοστάσιο. Μια σειρά από ανακαλύψεις και κατασκευές όπως το «μοντέρνο υποκείμενο», η «ιδιωτικότητα/ ατομικότητα», η «ταυτότητα», η «ράτσα», το «έθνος» και η «κουλτούρα», που αναδείχθηκαν από τις νέες κοινωνικές επιστήμες, αποτέλεσαν τα θεμέλια για τη νέα επανερμηνεία.

Εδώ δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο η εσωτερική ορθότητα της επανερμηνείας. Δεν έχει σημασία, μάλιστα, ακόμη κι αν ανακαλύπτει παράλογες και αναχρονιστικές έννοιες, όπως π.χ. το σύνηθες κατασκεύασμα «εθνικός λαϊκός χορός», όπου μια αυθεντικά μοντέρνα έννοια έρχεται σε έναν φανταστικό γάμο με ένα αυθεντικά προκαπιταλιστικό φαινόμενο, δύο δηλαδή κατηγορηματικά αντικρουόμενα φαινόμενα, αν σκεφτεί κανείς ότι ο λεγόμενος λαϊκός χορός παύει να υπάρχει ακριβώς την στιγμή που εμφανίζεται και το εθνικό φαινόμενο.

Τίποτε, λοιπόν, δεν είναι πια σίγουρο από την βία των νέων εννοιών, τίποτε δεν μπορεί να προστατευτεί από την απορρόφηση του, από τη διάλυση του και την αφομοίωση του στις νέες έννοιες. Ούτε ο σύγχρονος άνθρωπος και τα παράγωγα του, ούτε τα δάση και οι λόφοι, ούτε οι ντομάτες και τα αγγούρια, ανεξάρτητα αν αυτα είναι ωμά ή ψημένα, μπορούν να προστατευτούν από την έννοια αυτή.

Η διάδοση της φλυαρίας γύρω από την πολυπολιτισμικότητα στην γερμανία (ανεξάρτητα από τα κίνητρα των εφευρετών της) εμφανίστηκε σε μια στιγμή όπου η γερμανική πρακτική έβαλε στην ημερήσια διάταξη την ικανοποίηση της επιτακτικής της ανάγκης να βγει επιτέλους από τη σκιά του παρελθόντος της. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγκη, έγινε αποδεκτό να εφαρμοστεί το καθιερωμένο και αναμφισβήτητο πια κριτήριο «κουλτούρα» για να αναγνωρίσουν και να ανεχτούν τις άλλες κουλτούρες των πληθυσμιακών μειονοτήτων (ή αυτό που θεωρούσαν σαν κουλτούρες των μειονοτήτων αυτών), με μια προϋπόθεση όμως: να συμπεριληφθεί σε αυτές και η γερμανική κουλτούρα, να αναγνωριστεί κι αυτή σαν μια από τις διαφορετικές κουλτούρες, ώστε να λάβει κι αυτή μια θέση στον ήλιο. Θεωρήθηκε, λοιπόν, ότι ήρθε η ώρα, ότι ωρίμασε ο καιρός που όταν ακούει κανείς την εννοια «γερμανική κουλτούρα», θα πρέπει να σκέφτεται τον Γκέτε, τον Σίλερ, τον Μπετόβεν και στη χειρότερη περίπτωση το Οκτόμπερ-φεστ (τη γιορτή μπύρας του οκτώβρη) στο μόναχο, αλλά όχι πια τους θαλάμους αερίων.

Μετά την εδραίωση αυτής της αντίληψης, αφού δηλαδή θεωρήθηκε ότι η γερμανική κουλτούρα είναι μία από τις πολλές που υπάρχουν, χωρίς δηλαδή να πάει το μυαλό κανενός σε παλιά κακά συνήθεια και έθιμα, προχώρησαν και στο επόμενο βήμα, κατά το οποίο έπρεπε να στηθεί το μέτωπο άμυνας και, προπάντων, υπεροχής απέναντι στις άλλες κουλτούρες. Έτσι εμφανίστηκε η εποχή της κυρίαρχης κουλτούρας (Leitkultur).

Αλλά ούτε κι αυτό ήταν αρκετό. Διότι δεν έφτανε να μπει η γερμανική κουλτούρα στην αφετηριακή θέση, έπρεπε να αποτιμηθούν κι όλες οι υπόλοιπες κουλτούρες σαν κατώτερες. Γιατί χωρίς τα αντίθετα της δεν θα ήταν δυνατόν να ξεχωρίσει σαν πρωτοπορία η δική τους κουλτούρα. Δεν πρέπει ποτέ να ξεχάσουμε ότι τα πογκρόμ στο ρόστοκ ενάντια στους ρομά τα δικαιολογούσαν με την ‘ανικανότητα’ των ρομά να χρησιμοποιούν το καζανάκι της τουαλέτας: «αυτοί οι τσιγγάνοι δεν έχουν κουλτούρα, κατουράνε στους κήπους μας». Έτσι γεννήθηκαν οι «παράλληλες κοινωνίες». Αυτό έγινε το υπ’ αριθμόν ένα κυρίαρχο θέμα των τελαυταίων χρόνων που αναστάτωσε και συνεχίζει να αναστατώνει το έθνος. Και μόνο με το άκουσμα αυτής της λέξης (‘παράλληλες κοινωνίες’) βγάζουν αφρούς από το στόμα τους. Ως και κάθε  βλάκας αριστερογερμανός, τον οποίο μέχρι πρότινος ούτε που τον ξέρανε, μυρίστηκε την ευκαιρία για να συσφίξει τις σχέσεις του με το λαό του και διάλεξε ένα τέτοιο θέμα για να εκφράσει το μίσος του στις … περιθωριακές ομάδες: «φόνοι τιμής», «επισκέπτες τζαμιών», «παραδοσιακή θρησκευτική σφαγή ζώων» κλπ.

Επειδή πιστεύουμε ότι γνωρίζουμε πολύ καλά τους ακροατές μας και τους αναγνώστες μας, ακούμε ήδη από τώρα τις κραυγές τους εναντίον μας για το ότι υποτιμούμε τέτοιες σχέσεις βίας «έστω και πιο συγκαλυμμένα» (Στέφαν Γκρίγκατ) κλπ.

Αντί, λοιπόν, να κατεγγείλουμε τις σχέσεις βίας, καταγγέλουμε αυτούς που καταγγέλλουν τα βίαια φαινόμενα; Είναι όντως έτσι; Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Ένα φαινόμενο που τα τελευταία χρόνια έχει ξεφύγει από κάθε πλαίσιο και έλεγχο κι έχει εδραιωθεί σαν σταθερή και επαναλαμβανόμενη πρακτική: σε εκατοντάδες γερμανικές οικογένειες, μόλις αρχίσουν οι τσακωμοί ή η ερωτική απογοήτευση ή το διαζύγιο ή το μείον στο λογαριασμό τους στην τράπεζα, το πρώτο που κάνουν είναι να σκοτώνουν τα παιδιά τους, που και που και ο ένας γονιός τον άλλον. Επειδή αυτό το φαινόμενο έχει πολύ πολλαπλάσια θύματα σε σχέση με τους «φόνους τιμής», θα έπρεπε λογικά να θεωρηθεί αυτό το τμήμα του πληθυσμού σαν μια ιδιαίτερη πολιτισμική ομάδα, να μπει σε μια ανάλογη κατηγορία και να παρθούν τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε τουλάχιστον να σταματήσουν οι δολοφονίες παιδιών. Ένα κίνημα ενάντια σε μια τέτοια ομάδα π.χ. «παιδοκτόνοι γερμανοί γονείς» θα ήταν κάτι το αυτονόητο.

Το τι θα συνέβαινε, όμως, στη χώρα αυτή, αν κάποιος τολμούσε να το βάλει έτσι το θέμα, ούτε να το φανταστούμε δεν θέλουμε. Σήμερα έχει σταθεροποιηθεί τόσο πολύ η γερμανική άρχουσα κουλτούρα που δεν γίνεται πια αντικείμενο προβληματισμού, αλλά απλά εφαρμόζεται.

Για παράδειγμα δείτε τον τελευταίο ηθικό/ πνευματικό ξεσηκωμό του πληθυσμού για την ιστορία με τον μη δηλωμένο λογαριασμό ξενοδοχείου του Κρίστιαν Βουλφ[2].

Εκεί μας έγινε πια ξεκάθαρο: αν ανακαλύπταν και τότε ότι ο αδόλφος έκλεβε την εφορία, μάλλον θα έπεφτε από τη θέση του κι ούτε πόλεμος πια, ούτε Άουσβιτς, ούτε τίποτα. Αυτοί που δεν το κατάλαβαν τότε αυτό, όπως ο Γκέοργκ Έλσερ[3], προπάθησαν απεγνωσμένα να τον ρίξουν με βομβιστικές επιθέσεις αντί, απλώς, να του στείλουν την εφορία. Αυτό εδώ που τώρα ακούγεται σαν συνήθης προβοκάτσια του ΚΜ είναι μάλιστα πικρή πραγματικότητα: ιστορικοί κάνουν σήμερα έρευνες και ψάχνουν για αποδεικτικά στοιχεία πως ο αδόλφος εξαπατούσε την εφορία, ώστε να μειώσουν κάπως την αίγλη του στο λαό, πράγμα που ίσως μάλιστα καταφέρουν κιόλας.

Ή δείτε το άλλο παράδειγμα της ανακούφισης και ικανοποίησης του πληθυσμού για την απόφαση ευρωπαϊκού δικαστηρίου να αρνηθεί να δεχτεί αιτήματα για αποζημιώσεις από την εποχή του πολέμου, τότε που οι γερμανοί μετέφεραν την κουλτούρα τους στα βαλκάνια κι αλλού.

Δείτε επίσης το παράδειγμα με το μείζον θέμα και την έντονη ανησυχία κι αναστάτωση του ιθαγενούς πλυθυσμού για την τύχη των δύο απροστάτευτων πια γατών της ναζίστριας κυρίας Τσέπε[4], την Χάϊντι και την Λίλυ, μετά και από την άρνηση της αστυνομίας να αναλάβει τη διατροφή τους και την προστασία τους. Ε, είναι δυνατόν να μην ξεσηκώνεται το φιλόζωο αυτό έθνος;

Η σημερινή κατάσταση χαρακτηρίζεται από το εξής πρόβλημα: ότι αυτό το εξαγωγικό έθνος δεν εξάγει μόνο υλικά προϊόντα στις άλλες χώρες, αλλά και τις επιτυχίες του και τις δυνατότητες του στα θέματα κουλτούρας: εργατικότητα, πειθαρχία, παραγωγικότητα… όλα τους βέβαια προϋποθέσεις για μεγάλα εγκλήματα.

Café Morgenland, 5.03.2012

[1] «Φάουστ», που σημαίνει γροθιά.

[2] Αναφορά στην παραίτηση του πρώην προέδρου της γερμανίας λόγω οικονομικών ατασθαλιών

[3] Ο Έλσερ πραγματοποίησε μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Χίτλερ στις 8 Νοέμβρη του 1939, τοποθετώντας μια βόμβα σε ομιλία του τελευταίου. Εκτελέστηκε το 1945 στο Νταχάου.

[4] Η Τσέπε συνελήφθη σαν μέλος της οργάνωσης «εθνικοσοσιαλιστική παρανομία», οργάνωση που σε 10 χρόνια προέβη στις δολοφονίες τουλαχιστον 9 μεταναστών (8 τούρκων κι ενός έλληνα) καθώς και μιας αστυνομικής

Σχολιάστε