Ολλανδία: από τον πολυπολιτισμό στην αναγκαστική αφομοίωση

Στις 4 Νοέμβρη 2004, δύο μόνο μέρες μετά το θάνατο του σκηνοθέτη Theo van Gogh, το ανεξάρτητο μέλος του κοινοβουλίου Geert Wilders ανακοίνωσε ότι σκόπευε να ιδρύσει ένα νέο συντηρητικό κόμμα. Σύμφωνα με κάποιες δημοσκοπήσεις θα μπορούσε να λάβει μέχρι και το 20% των ψήφων και έτσι να δημιουργήσει το δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα στην Ολλανδία.

Ο Wilders έκανε εδώ και χρόνια τις εκστρατείες του εναντίον του Ισλάμ. «Η κουλτούρα μας βρίσκεται σε κίνδυνο λόγω του άνω του ενός εκατομμυρίου μουσουλμάνων στη χώρα μας», έλεγε. Για εκείνον οι μουσουλμάνοι «έχουν μια οπισθοδρομική κουλτούρα». Γιατί φοβόμαστε να πούμε ότι οι μουσουλμάνοι θα έπρεπε να προσαρμοστούν σε εμάς για τον απλό λόγο ότι οι νόρμες και οι αξίες μας είναι υψηλότερες, καλύτερες και κοντινότερες σε ένα πιο ανθρώπινο επίπεδο πολιτισμού; Καμία ένταξη και αφομοίωση!». Υποσχέθηκε ότι αν γινόταν υπουργός θα απαγόρευε αμέσως τις μαντήλες και θα έστελνε τους ιμάμηδες οι οποίοι «σχεδόν καλούν για ιερό πόλεμο, πίσω στις σπηλιές τους στη Σαουδική Αραβία ή οπουδήποτε». Θέλει επίσης τον αποκλεισμό των μουσουλμάνων από τα συνταγματικά δικαιώματα όπως η ελευθερία ίδρυσης σχολείων και οργανώσεων επειδή το Ισλάμ υποτίθεται δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την «ολλανδική κουλτούρα» και «τους δημοκρατικούς κανόνες δικαίου». Για να αναχαιτίσουμε την «ισλαμοποίηση της ολλανδικής κουλτούρας», η μετανάστευση θα έπρεπε να σταματήσει και ο κάθε μη-ενσωματωμένος μετανάστης να φύγει από τη χώρα. Έλεγε: «Ή προσαρμόζεσαι ή φεύγεις από τη χώρα». Επίσης δικαιολογεί το ρατσισμό: «Αν το πράγμα έφτανε σε φυλετικές εξεγέρσεις, πράγμα το οποίο πραγματικά δεν θέλω, αυτόματα θα υπήρχαν πολύ αρνητικά αποτελέσματα».

Οι απόψεις του Wilders είναι κάπως ακραίες αλλά όχι πραγματικά καινούργιες ή μόνο δικές του στην Ολλανδία. Τα τελευταία 5 χρόνια οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης εξέφρασαν αυτό το είδος ρατσιστικών σκέψεων. Ο Wilders εκδιώχτηκε από το συντηρητικό-φιλελεύθερο κόμμα του VVD στις 2 Σεπτέμβρη του 2004 λόγω των ακροδεξιών του ιδεών. Αλλά βλέποντάς τον να επανέρχεται τόσο γρήγορα και τόσο δημοφιλής, τρεις μήνες αργότερα, το κόμμα τον κάλεσε να γυρίσει πίσω. Η δολοφονία του van Gogh έκανε τις απόψεις του αποδεκτές στο ευρύ κοινό. Ο Wilders δεν επέστρεψε.

Η δημοτικότητα του Wilders είναι το αποτέλεσμα 12 χρόνων αντι-μεταναστευτικών εκστρατειών από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, τους κοινωνιολόγους και τους συντηρητικούς, φιλελεύθερους, χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες πολιτικούς. Τα αισθήματα φυλετικής υπεροχής πάνε πίσω στην αποικιοκρατική περίοδο και ήρθαν εύκολα ξανά στην επιφάνεια. Οι Ολλανδοί άρχισαν να αντιλαμβάνονται τους μετανάστες και τους πρόσφυγες κυρίως ως πρόβλημα. Ως αποτέλεσμα αυτού πολλοί σκληροί αντι-μεταναστευτικοί νόμοι πέρασαν χωρίς μεγάλες διαμαρτυρίες. Ο κοινωνικός-δημοσιονομικός αριθμός  πέρασε το 1992, η υποχρεωτική ταυτοποίηση το 1995 και το «Koppelingswet» το 1998, ένας νόμος με τον οποίο όλες οι βάσεις δεδομένων της κυβέρνησης ενοποιούνται για να αποκλείσουν τους ανθρώπους χωρίς χαρτιά από όλες τις υπηρεσίες. Το 2001 ένας νέος μεταναστευτικός νόμος έκανε ακατόρθωτη τη χορήγηση ασύλου για πρόσφυγες στην Ολλανδία. Το 2002, για παράδειγμα, μόνον 103 πρόσφυγες κατάφεραν να πάρουν άδεια παραμονής ως πολιτικοί πρόσφυγες. Αυτό ήταν το 0,55% των 18,667 αιτούντων. Ταυτόχρονα αυξήθηκαν οι συνοριακοί έλεγχοι και οι επιδρομές στους εργασιακούς χώρους, καθώς και οι ειδικές φυλακές για τους ανθρώπους χωρίς χαρτιά. Λόγω εσωτερικών διενέξεων η ακροδεξιά δεν ήταν ικανή να χρησιμοποιήσει τη ρατσιστική ατμόσφαιρα, να βγει στους δρόμους και να χτίσει ένα σοβαρό κόμμα. Δεν θα ήταν ικανοί να κινητοποιήσουν και πολύ κόσμο, όπως και να έχει, επειδή ακόμα σχετίζονται με τη ναζιστική κατοχή στον Β’ Π.Π. και ακόμη επειδή η έντιμη κεντρική πολιτική ήδη επιτίθετο στους ξένους με μεγάλη ένταση.
Πολυ-πολιτισμός

Μέχρι το 2000 περίπου η πολυπολιτισμική ιδεολογία ήταν ακόμη κεντρική στη mainstream πολιτική. Οι διαμορφωτές της πολιτικής και της κοινής γνώμης, οι επαγγελματίες μεσοαστοί και ανήσυχοι πολίτες θα μπορούσαν να θεωρούνται όλοι τους πολυπολιτισμικοί. Κεντρικό στοιχείο σε αυτόν τον πολυπολιτισμό ήταν η «αναγνώριση της πολιτισμικής διαφορετικότητας» της Ολλανδίας. Άλλες «εθνικές κουλτούρες» έπρεπε να γίνονται αντικείμενο σεβασμού όσο το δυνατόν. Και διαφορετικές συνήθειες και παραδόσεις από τους μετανάστες έπρεπε να γίνονται αντιληπτές μέσα από το δικό τους «πολιτισμικό πλαίσιο» και, άρα, να μην καταδικάζονται αμέσως. Με το πρόσχημα της «ενότητας στη διαφορετικότητα» θα έπρεπε να δίνεται στους μετανάστες ο δικός τους χώρος στην κοινωνία ώστε να σώσουν «τη δική τους κουλτούρα».

Όταν κοιτάμε την κοινωνία, η πολιτική μας οπτική είναι αυτή που καθορίζει περισσότερο αυτό που βλέπουμε. Η ριζοσπαστική αριστερά, φυσικά, βλέπει πρώτα από όλα καπιταλιστικές, πατριαρχικές και ρατσιστικές σχέσεις εξουσίας που πρέπει να καταπολεμηθούν. Οι πολυπολιτισμικοί, από την άλλη, θέλουν περισσότερο να βλέπουν πολλές «εθνικές κουλτούρες» που ξεχωρίζουν πολύ μεταξύ τους και ότι όλες τους θα έπρεπε να σωθούν αν είναι δυνατόν. Σκέφτονται με όρους «κουλτούρας» και του προγονικού τους «λαού» αλλά και των καταπιεστικών πρακτικών μέσα σε αυτές τις υποτιθέμενες «εθνικές κουλτούρες». Στην πραγματικότητα, οι «λαοί» και οι «εθνικές κουλτούρες» δεν είναι τίποτα παρά φαντασιώσεις που προωθούνται από ανθρώπους της εξουσίας οι οποίοι θέλουν να υποβαθμίσουν τον αγώνα της Αριστεράς ενάντια στην καταπίεση. Οι «εθνικές κουλτούρες» και η πολυπολιτισμική κοινωνία υπάρχει μόνο ως ένα προϊόν των δραστηριοτήτων που στοχεύουν να «σώσουν» αυτές τις «κουλτούρες».

Ιδιαίτερα στους μετανάστες και τους πρόσφυγες απευθύνονταν εν σχέσει με τις «εθνικές τους κουλτούρες». Έπρεπε υποτίθεται να βλέπουν τους εαυτούς πρώτα και κύρια ως εκπροσώπους της τάδε ή της δείνα «εθνικής κουλτούρας». Όλοι τους έπειτα θα έπρεπε να παραδώσουν αυτή την ιδιαίτερη «εθνική κουλτούρα» – και όχι κάποια άλλη – στα παιδιά τους, με ειδικά μαθήματα για παράδειγμα στη «δική τους γλώσσα». Όλη η συμπεριφορά των μεταναστών και των προσφύγων υποτίθεται καθοδηγούταν από «την κουλτούρα τους». Με αυτό τον τρόπο «η μαροκινή κουλτούρα» υποτίθεται προκαθόριζε τη συμπεριφορά των αγοριών των οποίων οι γονείς ή οι παππούδες είχαν εδώ και καιρό εγκαταλείψει το Μαρόκο. Επίσης οι μετανάστες και οι πρόσφυγες υποτίθεται έπρεπε να βοηθούν ειδικά μέλη «της δικής τους πολιτισμικής κοινότητας». Ακόμη κι αυτοί οι μετανάστες και πρόσφυγες που θεωρούσαν ότι η «κουλτούρα» τους στη «χώρα τους» είναι πολύ καταπιεστική και έφτασαν στην Ολλανδία για να την αποφύγουν, οι πολυπολιτισμικοί τους κολλούσαν και πάλι τη ρετσινιά της «κουλτούρας τους».

Καθώς η κυβέρνηση ανέκαθεν αναγνώριζε και επιχορηγούσε τις πιο συντηρητικές μεταναστευτικές και προσφυγικές οργανώσεις οι οποίες υποτίθεται εξέφραζαν καλύτερα «την αυθεντική κουλτούρα» της χώρας καταγωγής τους, οι οργανώσεις με πιο προοδευτικές ιδέες υποτίθεται δεν ήταν «αυθεντικές» αρκετά με μια «πολιτισμική» έννοια. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση επιβεβαίωνε τις σχέσεις εξουσίας της ανισότητας μέσα στις μεταναστευτικές και προσφυγικές κοινότητες και αποδυνάμωνε τη θέση των εργατών, των γυναικών και των μειονοτήτων. Η κυβέρνηση για παράδειγμα συχνά συναντούσε κυρίως ιμάμηδες και ηγέτες τζαμιών λες και εξέφραζαν την άποψη όλων των μεταναστών και των προσφύγων από την Τουρκία και το Μαρόκο.

Επιπλέον, επειδή μπορούσαν να βασιστούν στη θερμή υποστήριξη αυτών των συντηρητικών ελίτ των μεταναστευτικών κοινοτήτων, ο πολυπολιτισμός παρέμενε μια ενδιαφέρουσα ιδεολογία και για την ολλανδική πολιτική ελίτ για αρκετό καιρό. Ο πολυπολιτισμός δημιουργούσε τη διάκριση των κοινοτήτων γύρω από τις «πολιτισμικές» διαφορές. Αυτό έμοιαζε με το μοντέλο βάσει του οποίου κυριαρχούταν και η ολλανδική κοινωνία από τις απαρχές του 20ου αιώνα, ένας τρόπος που ήταν αρκετά αποτελεσματικός για την αποτροπή οποιασδήποτε ριζοσπαστικής αντίστασης. Η εργατική τάξη με αυτό τον τρόπο κρατήθηκε διαχωρισμένη και κάθε κομμάτι της διοικούταν από τις ελίτ της δικής της κοινότητας (καθολικούς, προτεστάντες, σοσιαλιστές και άλλους). Αυτό έκανε την αλληλεγγύη δύσκολη και την οργάνωση ενάντια στην εξουσία από τα κάτω ουσιαστικά αδύνατη.

Ο πολυπολιτισμός ήταν μάλιστα και πολύ βολικός για να υποστηριχθεί η εκμετάλλευση και ο αποκλεισμός των μεταναστών εργατών. Οι πολυπολιτισμικοί ανέκαθεν ισχυρίζονταν πόσο πολύ οι μετανάστες και πρόσφυγες εργάτες συνεισέφεραν την οικονομία «μας» και την «πολιτιστική ζωή». Παρουσίαζαν συγκινητικές ιστορίες δουλευταράδων Τούρκων που καθάριζαν τις τουαλέτες «μας», Αφρικανούς καλλιτέχνες που δούλευαν με τα χέρια μια τόσο όμορφη τέχνη για «εμάς» και τους Βιετναμέζους που «μας» καλομάθαιναν με τα spring rolls τους. Ο πολυπολιτισμός αρεσκόταν να αποδίδει συγκεκριμένες «πολιτισμικές» ικανότητες σε κάθε πληθυσμιακή ομάδα. Πολύ λιγότερο ενδιαφέρονταν οι πολυπολιτισμικοί για τους μετανάστες ή τους πρόσφυγες οι οποίοι δεν μπορούσαν ή δεν επιτρεπόταν να κάνουν τους εαυτούς τους χρήσιμους για «την οικονομία μας». Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα έπρεπε να βασίζονται σε υποστήριξη από τους πολυπολιτισμικούς όταν για παράδειγμα απειλούνταν με απελάσεις. Αν και οι πολυπολιτισμικοί διαδήλωναν ενάντια στο ρατσισμό της άκρας δεξιάς, ποτέ δεν έκαναν κάτι αντίστοιχο ενάντια στο ρατσισμό του κράτους και του μηχανισμού απελάσεων.
Η αντιπαράθεση για την Ενσωμάτωση

Στα τέλη του ’90 ο αυξανόμενος ρατσισμός και η κυριαρχία της δεξιάς οδήγησαν στη συρρίκνωση του πολυπολιτισμού των ελίτ. Ο πολυπολιτισμικός εθνικισμός που προωθούσε το «κάθε ομάδα τη δική τους κουλτούρα» ανταλλάχτηκε με έναν συντηρητικό εθνικισμό και μια πολιτική αναγκαστικής αφομοίωσης. Την άνοιξη του 2000 ο πρώην κομμουνιστής πολιτικός αναλυτής Paul Scheffer δημοσίευσε το διάσημο άρθρο του για το «πολυπολιτισμικό δράμα». Κατά την άποψή του μετανάστες και πρόσφυγες δεν αφομοιώνονται αρκετά από την ολλανδική κοινωνία. Οι περισσότεροι mainstream πολιτικοί αναλυτές συμφώνησαν μαζί του και είπαν ότι οι Ολλανδοί είναι πολύ ανεκτικοί απέναντι στους ξένους, οι οποίοι έχουν «βάρβαρες» ιδέες και συνήθεια που «εμείς οι φιλελεύθεροι Ολλανδοί δεν εγκρίνουμε».  Όλοι τους ποζάρουν σαν υπερασπιστές του Διαφωτισμού και στηρίζουν την ισότητα μεταξύ αντρών και γυναικών, το διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, τα δικαιώματα του ατόμου κοκ. Στην πραγματικότητα, αυτά τα αιτήματα, στον οποιοδήποτε βαθμό είχαν πραγματωθεί, είχαν πραγματωθεί από αγώνες της Αριστεράς και των φεμινιστριών, κυρίως εναντίον ανθρώπων σαν κι αυτούς.

Οι αναλυτές ήταν ικανοί να κινητοποιήσουν πραγματικά όλη την κοινωνία, όχι μόνο την αναμενόμενη παραδοσιακή Δεξιά. Για παράδειγμα, υποστηρίζοντας συνεχώς ότι οι μαντήλες, που κάποιες μουσουλμάνες γυναίκες φορούν, είναι καθαυτές καταπιεστικές για τις γυναίκες, κατάφεραν να κερδίσουν μεγάλα κομμάτια των γυναικείων κινημάτων. Το ίδιο πράγμα συνέβη με το gay κίνημα αφού κάποιος ιμάμης δήλωσε πως το να είσαι gay είναι αρρώστια. Το σχόλιό του προκάλεσε ένα γιγάντιο σκάνδαλο. Παραδόξως, μια παρόμοια δήλωση από έναν προτεστάντη χριστιανό λίγους μήνες νωρίτερα δεν προκάλεσε τόσο οργή. Όλο και περισσότερα κακά όπως ο φονταμενταλισμός, η ομοφοβία, η πατριαρχία και ο αντισημιτισμός γίνονται αντιληπτά ως «μη-Ολλανδικά» και εισαγόμενα από τους μετανάστες. Όλα αυτά, βεβαίως, είναι καθαρές βλακείες. Και δεν εννοούμε ότι αυτά τα προβλήματα δεν είναι υπαρκτά μεταξύ των μεταναστών και των προσφύγων αλλά απλώς ότι αυτά τα προβλήματα δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την εθνικότητα.

Ως αποτέλεσμα αυτών των αντιπαραθέσεων η πολιτική ατμόσφαιρα άναψε. Αυτό προκάλεσε δεκάδες επιθέσεις σε τζαμιά και κέντρα προσφύγων αμέσως μετά την 11η Σεπτέμβρη του 2001. Εκείνο το ίδιο καλοκαίρι ο αναλυτής Φόρτουιν είχε αποφασίσει να κατέβει στην πολιτική. Όντας καθηγητής πανεπιστημίου επιτρεπόταν να έχει ρατσιστικές απόψεις για τις οποίες συνήθως οι νεοναζί καταδικάζονταν. Ονόμαζε το Ισλάμ «οπισθοδρομική» θρησκεία και πάντοτε σημείωνε πως οι ομοφυλόφιλοι άντρες, σαν εκείνον, δεν μπορούσαν να νιώσουν ασφαλείς πλέον λόγω των επιθέσεων στους ομοφυλόφιλους από τους Μαροκινούς. Προειδοποιούσε για την «ισλαμοποίηση» της ολλανδικής κουλτούρας και προέτρεπε να προβούμε σε «έναν ψυχρό πόλεμο εναντίον του Ισλάμ» επειδή «οι μουσουλμάνοι είναι απασχολημένοι ενόσω κατακτούν τη Δυτική Ευρώπη». Οι ξένοι θα έπρεπε να μάθουν ολλανδικά ή να φύγουν από τη χώρα, έλεγε. Συχνά αναφερόταν στους ξένους ως εγκληματίες. Θα πρέπει να έχουμε την ελευθερία να λέμε αυτές τις «αλήθειες» για τους ξένους, χωρίς να μας αποκαλούν ρατσιστές, έλεγε ο Φόρτουιν. Με κάθε ρατσιστικό σχόλιο, η δημοσιότητά του μεγάλωνε.

Την 6η του Μάη, μόνον 9 μέρες πριν τις εκλογές, ο Φόρτουιν δολοφονήθηκε. Δεκάδες χιλιάδες οπαδοί του βγήκαν στους δρόμους για μέρες, για να τιμήσουν τον άντρα που «δεν φοβόταν να λέει αυτό που όλοι σκεφτόμασταν». Οι πολιτικοί αναλυτές μπορούν σήμερα να επιτίθενται στους μετανάστες χωρίς ποτέ να δέχονται κριτική για αυτό, αφού επιλέγουν θέματα όπως η κλειτοριδεκτομή, η βία στα εγκλήματα τιμής, η μαντήλα και ο μουσουλμανικός φονταμενταλισμός. Ερχόμενοι φαινομενικά προς βοήθεια των των γυναικών θυμάτων βίας, οι δεξιοί καταφέρνουν να δημιουργήσουν το ανθρώπινο πρόσωπό τους. Πολλοί προοδευτικοί και αντι-ρατσιστές άνθρωποι, από την άλλη μεριά μένουν σιωπηλοί γύρω από αυτά τα θέματα από φόβο μην επιτεθούν στους μετανάστες και με αυτό τον τρόπο βοηθήσουν τη Δεξιά. Αυτό προκαλεί συνεχώς το ξεκίνημα των πρωτοβουλιών αυτών από πλευράς της Δεξιάς και το να παρατηρεί αδύναμη η Αριστερά το πώς κανονικοποιείται ο ρατσισμός. Χρησιμοποιώντας το μόνιμο και μονόπλευρο επιχείρημα της βίας των μεταναστών αντρών η Δεξιά βάζει σε κίνηση το πανάρχαιο, αλλά ακόμη ζωντανό, αποικιοκρατικό και ρατσιστικό στερεότυπο των απειλητικών μαύρων βιαστών και των «ανθρώπων της φύσης» που είναι πιο συναισθηματικοί και πιο βίαιοι. Η Αριστερά θα έπρεπε να μιλά ανοιχτά γύρω από όλες τις μορφές ενδοοικογενειακής και σεξουαλικοποιημένης βίας, συμπεριλαμβανόμενης της βίας των εγκλημάτων τιμής, αλλά ταυτόχρονα δεν θα έπρεπε να συμμετέχει σε συζητήσεις γύρω από το «πολιτισμικό background» αυτής της βίας. Ούτε οι μετανάστες ούτε «οι κουλτούρες τους» είναι το πρόβλημα, αλλά η πατριαρχία και οι βίαιοι άντρες εν γένει.

Τον Σεπτέμβριο του 2002 η «αντιπαράθεση περί της ενσωμάτωσης» ξεκίνησε στο κοινοβούλιο και στα ΜΜΕ. Για δύο σχεδόν χρόνια κάθε μέρα πολιτικοί και αναλυτές έκαναν ρατσιστικά σχόλια και προτάσεις για σκληρότερα μέτρα ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες οι οποίοι συνεχώς απεικονίζονταν ως οπισθοδρομικοί βάρβαροι και φανατικοί θρήσκοι που χρειάζεται να εκπολιτιστούν από τους Ολλανδούς. Η εθνικιστική ατμόσφαιρα έκανε σχεδόν τις διαφορές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς να εξαφανιστούν.  Την Άνοιξη του 2004, οι 40 από τους επιφανείς αναλυτές, από την άκρα αριστερά μέχει και τη συντηρητική δεξιά, έγραψαν μαζί ένα ανοιχτό γράμμα  στο οποίο παρακαλούσαν την κυβέρνηση να συναινέσει γρήγορα για τον προτεινόμενο νόμο. Τα περισσότερα κόμματα ζητούσαν συμβόλαια υποχρεωτικής ενσωμάτωσης στα οποία οι μετανάστες θα διακήρυσσαν πως θα τηρούσαν τις ολλανδικές αξίες. Ως αποτέλεσμα των αντιπαραθέσεων όλοι οι πρώτης και δεύτερης γενιάς μετανάστες πρέπει να πληρώσουν 6.000 ευρώ για «μαθήματα ενσωμάτωσης» ή να αποκλειστούν από την κοινωνική ασφάλιση και να απελαθούν. Ένας από τους σημαντικότερους στόχους της νέας πολιτικής είναι να κάνει τους μετανάστες πιο χρήσιμους για την ολλανδική οικονομία. Τα σύνορα είναι τελείως κλειστά για μετανάστες με χαμηλή εκπαίδευση και τα σχέδια γίνονται με προοπτική η κοινωνική ασφάλιση να γίνει αδύνατη για τους νέους μετανάστες από δω και πέρα. Επίσης σχέδια γίνονται για την εξαναγκαστική μετακίνηση μεταναστών σε πόλεις και γειτονιές που η οικονομία τους χρειάζεται.
Ο Van Gogh

Πάνω που τελείωνε η αντιπαράθεση για την ενσωμάτωση, δολοφονήθηκε ο Van Gogh. Στις στήλες του και σε άλλα κείμενα αποκαλούσε συνεχώς τους Μουσουλμάνους «κατσικογαμιάδες» ή, για παράδειγμα, «νταβατζήδες του προφήτη» ή «λούστρους του Αλλάχ». Σύμφωνα με τον Van Gogh οι Μουσουλμάνοι είναι «φορείς του πιο απόλυτου οπισθοδρομικού σκοταδισμού» και πάντοτε μας προειδοποιούσε ότι «το Ισλάμ είναι μια πίστη που απειλεί τις ελευθερίες μας». Μαζί με το συντηρητικό φιλελεύθερο (VVD) μέλος του κοινοβουλίου Ayaan Hirsi Ali είχε παράγει την ταινία μικρού μήκους «Υποταγή» (Submission) στην οποία αρνητικά παραθέματα του Κορανίου για τις γυναίκες ζωγραφίζονταν πάνω σε σώματα γυναικών. Σίγουρα δεν ήταν το ζήτημα της χειραφέτησης των γυναικών που τον οδήγησε να κάνει αυτή την ταινία, επειδή συχνά μιλούσε με αρκετό δυσφορία για τις γυναίκες και το φεμινισμό. «Ίσως ένας άντρας που τις χτυπάει να είναι πολύ πιο ελκυστικός για κάποιες κυρίες» είπε κάποτε.
Ο Van Gogh έγραψε επίσης πολλά αντισημιτικά άρθρα. Για παράδειγμα, φαντασιωνόταν τον Εβραίο συγγραφέα Leon de Winter να παίζει το… «ερωτικό παιχνίδι Τρεμπλίνκα» με ένα «κομμάτι συρματόπλεγμα» γύρω από «το πέος του». Επίσης, «κίτρινα αστέρια να συνουσιάζονται μέσα στους θαλάμους αερίων». Με αυτό τον τρόπο διατηρούσε τον αντισημιτικό μύθο των διεστραμμένων σεξουαλικών επιθυμιών οι οποίες υποτίθεται κυριαρχούν καθόλα στην εβραϊκή ύπαρξη. Σύμφωνα με τον Van Gogh, ακόμη και στους θαλάμους αερίων αυτή η επιθυμία τους έβγαλε τον καλύτερό τους εαυτό.

Μετά τη δολοφονία τα περισσότερα μέλη του κοινοβουλίου ζήτησαν να απαντηθεί ο εξτρεμισμός με ακόμη σκληρότερα μέτρα. Αλλά, λες και ήταν αυταπόδεικτο, εννοούσαν βασικά τον μουσουλμανικό φονταμενταλισμό και όχι την ολλανδική άκρα δεξιά με τις δεκάδες επιθέσεις της σε τζαμιά. Ή τους δεξιούς εξτρεμιστές που όπως και ο βουλευτής Wilders. Οι αναλυτές επαναλάμβαναν ξανά και ξανά ότι ο εξτρεμισμός παραγόταν από τη «μουσουλμανική κουλτούρα» αλλά το βούλωναν για την «ολλανδική κουλτούρα» η οποία σύμφωνα με την ίδια εθνικιστική λογική ήταν ακριβώς αυτή που βοήθησε στη δημιουργία των φασιστών που έβαζαν βόμβες σε σχολεία  και οι οποίοι διέπραξαν πάνω από 100 επιθέσεις τις εβδομάδες που ακολούθησαν αμέσως μετά τη δολοφονία.

Η αντι-ισλαμική οργή των αναλυτών και των πολιτικών ήταν εξαιρετικά επιτυχής. Μια έρευνα από τη Motivaction έδειξε πως μιάμιση εβδομάδα μετά τη δολοφονία ότι 80% των ερωτώμενων θέλανε πιο σκληρή πολιτική ενσωμάτωσης, 90% των ερωτώμενων ήθελαν περισσότερα δικαιώματα για την αστυνομία και τις μυστικές υπηρεσίες ενώ 60% ήθελαν να επιτραπεί στην αστυνομία να παραβιάζει τους νόμους όταν πολεμούν την τρομοκρατία  και 40% ήθελε ότι ήλπιζε πως οι Μουσουλμάνοι θα ένιωθαν λιγότερο ευπρόσδεκτοι στην Ολλανδία. Η κυβέρνηση αναγνώρισε την ευνοϊκή συγκυρία και αμέσως ξεκίνησε να εφαρμόζει νέα κατασταλτικά μέτρα πέρα από αυτά που είχε ήδη πάρει αμέσως μετά τις 11 Σεπτέμβρη. Όλοι οι μουσουλμάνοι και οι μετανάστες αναμένονταν από τους αναλυτές, τους πολιτικούς και ακόμη και από κάποιους αριστερούς ακτιβιστές να πάρουν αμέσως αποστάσεις από τη δολοφονία. Απαιτώντας τους μια τέτοια καταδίκη ο καθένας τους ζητούσε να γίνουν ύποπτοι. Το να ζητάνε συγκεκριμένα από τους μουσουλμάνους και τους μετανάστες μια τέτοια καταδίκη σήμαινε επιπλέον πως δεν ήταν αυταπόδεικτο για αυτούς ότι καταδικάζουν τις δολοφονίες ανθρώπων. Με αυτό τον τρόπο οι μουσουλμάνοι σιγά-σιγά απο-ανθρωποποιούνταν. Υπήρχαν μουσουλμάνοι που λόγω αρχής αρνούνταν να πάρουν αποστάσεις οι ίδιοι και οι οποίοι απλά απαντούσαν: «Τι έχει να κάνει ο δολοφόνος με εμένα;». Ένας φοιτητής που προερχόταν από το Μαρόκο δήλωσε: «Μας βλέπετε να πιστεύουμε πως κάθε λευκός είναι φασίστας τώρα που τα ισλαμικά σχολεία παίρνουν φωτιά;». Επιπλέον, ο δολοφόνος του Van Gogh όχι μόνο δεν ήταν μουσουλμάνος αλλά ακόμη ήταν ακροδεξιός, άντρας και Ολλανδός, μόνο για να αραδιάσουμε μερικές από τις ταυτότητες. Είναι εθνικιστικό το να ζητάς συγκεκριμένα από τους μουσουλμάνους και τους μετανάστες να πάρουν αποστάσεις από τη δολοφονία ενώ να μην κάνεις το ίδιο για όλους τους ακροδεξιούς, τους θρήσκους ή τους ακόμη και όλους τους άντρες.

Πολλοί πολιτικοί και αναλυτές σήμερα αναλύουν τις συγκρούσεις με όρους «κουλτούρας» και θρησκείας. Σύμφωνα με αυτούς υπάρχει ένας παγκόσμιος «πόλεμος πολιτισμών» μεταξύ «ημών» και του «Ισλάμ». Αυτή η εθνικιστική άποψη έχει μεγάλες επιπτώσεις. Οι μετανάστες όλο και περισσότερο θεωρούνται μουσουλμάνοι από την κυβέρνηση και τα ΜΜΕ και με μια έννοια έχουν κατασκευαστεί ως μουσουλμάνοι. Σε περιόδους μεγάλης πολιτικής ανησυχίας η κυβέρνηση μετά βίας πλέον μιλά με οργανώσεις μεταναστών, αλλά προτιμά ως συνομιλητή το Contactorgaan Moslims Overheid, το οποίο ιδρύθηκε, επιχορηγείται και διοικείται βασικά από το κράτος. Με αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση υποτίθεται κρατά επαφή με την «κοινότητα», λες και όλοι οι μετανάστες είναι μουσουλμάνοι ή θέλουν να εκπροσωπούνται από μουσουλμάνους.

Επί τη ευκαιρία, οι μουσουλμάνοι φονταμενταλιστές επίσης δημιουργούν πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες και τις επιβάλλουν πάνω στους ανθρώπους. Κάποιες φορές κυριολεκτικά. Στο «ανοιχτό του γράμμα στον Hirsi Ali» ο δολοφόνος του Van Gogh, για παράδειγμα, ονόμαζε το συντηρητικό φιλελεύθερο μέλος (VVD) του κοινοβουλίου Van Aartsen «εβραίο», πράγμα που δεν ισχύει. Σύμφωνα με τον δολοφόνο, η ολλανδική πολιτική κυριαρχείται πλήρως από τους Εβραίους. Στο όνομα αυτού του είδους θρήσκων φασιστών όλοι οι αντίπαλοί τους είναι εβραίοι ή λακέδες των εβραίων. Και όπως και για πολλούς αναλυτές και πολιτικού που προωθούν την ιδέα ενός «πολέμου μεταξύ πολιτισμών», αντιτίθενται σθεναρά κι αυτοί σε κάθε αριστερό ή φεμινιστικό αγώνα.

Και οι δύο πλευρές χρησιμοποιούν αυτόν τον λεγόμενο «πόλεμο των πολιτισμών» για να τραβήξουν την προσοχή και να κινητοποιήσουν τον πληθυσμό. Οι αναλυτές θέλουν να μας κάνουν να επιλέξουμε μεταξύ της δημοκρατίας και του τρόμου ή  – με αριστερούς όρους – μεταξύ καπιταλισμού και φεουδαρχίας. Εδώ, στην πλούσια Δύση, η επιλογή του καπιταλισμού με τις σχετικά μεγάλες ελευθερίες του είναι προφανώς εύκολο να γίνει. Αλλά η ριζοσπαστική αριστερά δεν θα έπρεπε να οδηγεί τον εαυτό της μπροστά σε μια τέτοια επιλογή μεταξύ δύο αντιδραστικών εναλλακτικών, επειδή ο στόχος μας παραμένει ένας σοσιαλιστικός και φεμινιστικός κόσμος.

Μεγάλο μέρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και κομμάτι της ριζοσπαστικής αριστεράς, δυστυχώς, έχουν αρχίσει να επιχειρηματολογούν με τους όρους αυτής της σύγκρουσης πολιτισμών, απαλείφοντας τους όρους δεξιά και αριστερά.  Από φόβο μην κριτικάρουν το Ισλάμ ως όλον, αρνούνται να μιλήσουν ενάντια στον ισλαμικό φονταμενταλισμό ή τον αραβικό εθνικισμό της Αραβικής-Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από κάποιους, οι φονταμενταλιστές και οι εθνικιστές θεωρούνται ακόμη και πιθανοί σύμμαχοι λόγω της δυνατότητάς τους να κινητοποιήσουν πολλούς μετανάστες. Αλλά ο ισλαμικός φονταμενταλισμός δεν είναι τίποτε άλλο από θρησκευτικός φασισμός. Και ο αραβικός εθνικισμός δεν γυρεύει τίποτα άλλο πέρα από τη συντριβή της Αριστεράς και του Φεμινισμού. Γυρνώντας το βλέμμα μας αλλού ενόψει αυτών των ακροδεξιού χαρακτήρα τάσεων, για παράδειγμα, οδηγούμαστε σε αντισημιτικά, πατριαρχικά και ομοφοβικά συνθήματα και βία σε διαδηλώσεις που οργανώνονται από την Αριστερά ενάντια σε πολέμους στο Ιράκ ή την ισραηλινή κατοχή. Το «Χαμάς, Χαμάς/ όλοι οι Εβραίοι στο θάλαμο αερίων» (“Hamas, Hamas, all Jews on the gas”), για παράδειγμα, έχει γίνει ένα διάσημο σύνθημα.

Οπότε, μέχρι σήμερα είναι και «politically correct» στην Ολλανδία να είναι κάποιος ενάντια στον πολυ-πολιτισμό. Οι πολιτικοί και οι αναλυτές κάθε μέρα μας μιλάνε συνεχώς για «την απολύτως αποτυχημένη πολυ-πολιτισμική κοινωνία», όπως τη λένε. Η τρέχουσα κριτική της δεξιάς στην πολυ-πολιτισμική κοινωνία πάντοτε περιέχει κρυμμένο ρατσισμό ενάντια στους μετανάστες, τους πρόσφυγες και το Ισλάμ. Αν και η ριζοσπαστική αριστερά έχει επίσης πολύ κριτική να κάνει στον πολυ-πολιτισμό, δεν είναι σοφό να αρχίζει να επιτίθεται αμέσως τώρα. Είναι καλύτερο να πολεμήσει το ρατσισμό, χωρίς να υπερασπίζεται τον πολυ-πολιτισμό. Γιατί η ριζοσπαστική Αριστερά δεν θα έπρεπε να αναμειχθεί σε σκέψεις που γίνονται με όρους «κουλτούρας» ή «λαών». Ή να αναζητά διαλόγους ανάμεσα σε «κουλτούρες», όποιες κι αν είναι αυτές. Ούτε να παλεύει για τη «διατήρηση της κουλτούρας» όπως και για μία «κοσμοπολίτικη κουλτούρα». Αντί να κοιτάει για «κουλτούρες» και «θρησκείες», καλύτερο θα ήταν να επικεντρωθεί στις άνισες σχέσεις εξουσίας και να τις καταπολεμήσει.
[Το κείμενο «Ολλανδία: από τον Πολυ-πολιτισμό στην Αναγκαστική Αφομοίωση» μας υπενθυμίζει πως, πέρα από τις βασικές διαφορές μεταξύ Ολλανδίας και Ελλάδας, πχ ότι η Ελλάδα όχι 106 αποδοχές πολιτικού ασύλου για πρόσφυγες δεν κάνει το χρόνο αλλά ούτε καν μία…, οι Wilders της ολλανδικής πολιτικής θα μπορούσαν να λέγονται Καρατζαφέρης στα δικά μας… Οι politically correct καταδίκες που ακούμε πολλές φορές εναντίον των «άκρων» είναι απλό προπέτασμα καπνού δεδομένων των 15 χρόνων ζεστής φιλοξενίας που επιφυλάχθηκαν για τους μετανάστες στην Ελλάδα από πλευράς Media, ντόπιου όχλου και πολιτικών. Το κείμενο των Ολλανδών συντρόφων του De Fabel van de illegaal (ο μύθος της παρανομίας) μεταφράστηκε στα τέλη Φλεβάρη του 2010 από το terminal 119, στα πλαίσια μιας σειράς δημοσιεύσεων μας ενάντια στους έλληνες κανίβαλους ρατσιστές. www.terminal119.gr ]

Σχολιάστε