O εργατίστικος φεμινισμός στην Ιταλία του ’70

(Το κείμενο «Ο εργατίστικος φεμινισμός στην Ιταλία του 70’» της Ιταλίδας φεμινίστριας Mariarosa Dalla Costa μεταφράστηκε από τη συντρόφισσα Σούλα και κυκλοφόρησε σε 1.000 αντίτυπα ως ένθετο στο 4ο τεύχος της επιθεώρησης «Black Out στο κοινωνικό εργοστάσιο» (Οκτώβρης 2005). Του κειμένου προηγούνται σύντομα σχόλια της συντακτικής ομάδας του Black Out. Το «Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία» το αναδημοσιεύει στα τέλη Γενάρη του 2006, μετά την ευγενική παραχώρηση του κειμένου σε ηλεκτρονική μορφή από τη συντρόφισσα.)

                                                Εισαγωγή της Έκδοσης

Τα αποσπάσματα από την παρέμβαση της MariarosaDallaCosta στο συνέδριο για την ιστορία του εργατισμού που διοργανώθηκε στη Ρώμη το 2002 από το περιοδικόDeriveApprodi, πέρα από την ιστορική σημασία που θεωρούμε πως έχουν για τη δράση και τη θεωρία των φεμινιστριών στα πλαίσια αυτής της τάσης της ιταλικής αυτονομίας, προσφέρουν τον πλούτο της  κατάθεσης μιας προσωπικής εμπειρίας μέσα στις κινηματικές διαδικασίες. Ο δυναμισμός των φεμινιστριών αυτών όσο και ο βαθμός συνειδητοποίησής τους  ήταν τόσο καταλυτικές συνιστώσες, ώστε οι μαζικές πολιτικές αποχωρήσεις γυναικών κλόνισαν αποφασιστικά ομάδες όπως την  potereoperaio[1][1] στην οποία συμμετείχε η ίδια η DallaCosta. Δεν συμφωνούμε  με τα σκεπτικά που κατέθεσε η τάση αυτή, η οποία απομονώθηκε σ’ ένα βαθμό από άλλα φεμινιστικά ρεύματα της ίδιας εποχής, ενώ τους καταλογίστηκε από τα τελευταία ένας παλιομοδίτικος μαρξισμός. Αντιμετωπίζουμε τον σεξισμό ως έναν αυτόνομο μηχανισμό εξουσίας, ο οποίος λειτουργεί ανεξάρτητα και παράλληλα με άλλους μηχανισμούς. Η υπαγωγή του στις ταξικές σχέσεις δεν είναι προϋπόθεση ανάλυσης αν και όλες οι δομές εξουσίας διαπλέκονται και συντίθενται σε κάποιο επίπεδο για να συνέχουν ένα σύστημα το οποίο όμως κανένα ιερό εργαλείο δεν θα μπορέσει από μόνο του να ερμηνεύσει. Αυτό που η DallaCosta αποφεύγει να πει είναι ίσως το γεγονός ότι εγκλωβίστηκαν στην ίδια την ανάλυσή τους  προκειμένου να ενσωματωθεί το ζήτημα των γυναικών στο πολιτικό πρόγραμμα της οργανωμένης αυτονομίας. Η έλλειψη χαράς που διαπιστώνεται έχει να κάνει με τις πτυχές της γυναικείας καταπίεσης που η προσέγγιση αυτή δεν κατάφερε να αγγίξει. Είναι πολύτιμα ωστόσο  μέσα στον υποκειμενισμό τους κάποια από τα συμπεράσματα της συγγραφέα, τα αδιέξοδα που περιγράφει όσον αφορά τη συμμετοχή μιας γυναίκας στο κίνημα, τα όρια της συντροφικότητας στη διάσταση του φύλου. Η DallaCosta διατυπώνει τη δυσαρέσκεια αυτή υπό τη μορφή παραπόνων, σαν να συνέβαιναν όλα αυτά στο περιθώριο της πολιτικής δραστηριότητας ενώ ανήκαν στην ίδια τη δομή της. Γιατί η  καταπίεση δεν βρίσκεται μόνο στο εργοστάσιο και το σπίτι αλλά σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, στο ίδιο το σώμα των γυναικών, εκεί που έχει διεισδύσει η πατριαρχία.

 

***

Τη δεκαετία του ’70 ο ιταλικός φεμινισμός είχε δύο τάσεις[2][2] : αυτήν της αυτοσυνείδησης και αυτή του εργατίστικου φεμινισμού της Lotta Feminista (Φεμινιστικός Αγώνας) που τελικά εξελίχτηκε σε ομάδες και επιτροπές που οργάνωναν καμπάνιες υπέρ των μισθών για το νοικοκυριό. Η Lotta Feminista ήταν μαχητική σ’ εθνικό επίπεδο και εξαιρετικά ισχυρή σε περιοχές όπως το Βένετο και η Εμίλια, ενώ πιο αδύναμη σε μεγάλες πόλεις όπως το Μιλάνο- όπου η τάση της αυτοσυνείδησης υπερίσχυε- και η Ρώμη- όπου υπήρχαν ομάδες και των δύο προσανατολισμών. Είχαμε φτάσει τόσο μακριά όσο η Γέλα της Σικελίας, όπου είχαμε μία ακόμα ομάδα. Από το 1972, όταν ιδρύσαμε  τη Διεθνή Φεμινιστική Κολεκτίβα για να προωθήσουμε συζητήσεις και δράσεις σε διαφορετικές χώρες, είχαμε ένα μεγάλο διεθνές δίκτυο, εξαιρετικά δραστήριο στις ΗΠΑ και τον Καναδά, καθώς  και σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, όπως τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, οπότε συχνά διενεργούσαμε διεθνείς συνεδρίες προκειμένου να συντονίσουμε τις δράσεις μας. Συμμετείχαν και Αφρο- Αμερικανίδες γυναίκες. Συνήθιζαν να λένε ότι η ισχυρή ιταλική παρουσία  σ’ αυτή τη διαδικασία, την έκανε πιο προσιτή και στις ίδιες, γιατί, όπως κι αυτές, οι Ιταλίδες γυναίκες είχαν λίγη εξουσία (στα μάτια τους φαινόμασταν ένα είδος γυναικών του τρίτου κόσμου). Αν το δίκτυο συμπεριλάμβανε μόνο λευκές Αμερικανίδες ή Αγγλίδες δεν θα έπαιρναν μέρος.

Πώς συνέβαλε η αποχώρηση κάποιων γυναικών από την Potere Operaio στη γέννηση της Lotta Feminista. Όταν μπήκα στην PO μια συντρόφισσα, η Tereza Rampazzo, με ρώτησε: «Γιατί έγινες μέλος;» και χωρίς να περιμένει την απάντησή μου είπε « Ήταν μια ανάγκη για δικαιοσύνη, έτσι δεν είναι;» «Ναι», απάντησα. Είχε μαντέψει σωστά και η απάντηση φαινόταν προφανής και σ’ εμένα. Αν με ρωτούσαν γιατί εγκατέλειψα την PO τον Ιούνη του 1971 και συγκρότησα μια ομάδα γυναικών που επρόκειτο να γίνει ο πρώτος πυρήνας της Lotta Feminista, θα απαντούσα «΄Ήταν ζήτημα αξιοπρέπειας». Εκείνη την περίοδο, η σχέση ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, ιδιαίτερα στο περιβάλλον των διανοούμενων συντρόφων, δεν ήταν επαρκώς ισότιμη. Παρουσίασα λοιπόν σ’ αυτές τις συντρόφισσες μία μπροσούρα που επρόκειτο να γίνει  το «Potere femminile e sovversionale sociale» (Γυναικεία εξουσία και κοινωνική ανατροπή): ένα μικρό βιβλίο που το διεθνές φεμινιστικό κίνημα υιοθέτησε αυτόματα και μετέφρασε σε έξι γλώσσες. Δημιούργησα την πρώτη κίνηση αυτόνομης οργάνωσης των γυναικών στο εσωτερικό της εργατίστικης τάσης, αλλά σύντομα ενσωματώθηκαν σ’ αυτήν γυναίκες από άλλες ομάδες όπως και ανένταχτες , γιατί προφανώς τα πράγματα ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες δεν πήγαιναν καλά σ’ ένα γενικότερο επίπεδο.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε η Lotta Feminista ήταν η ανάγκη γι’ αυτό που τότε λεγόταν διαδικασία αυτοκαθορισμού. Προκειμένου δηλαδή οι γυναίκες να καθορίζουν τον εαυτό τους μέσω μιας αυτόνομης διαδικασίας κατασκευής της ταυτότητας τους, όχι μέσα από τα μάτια και τις προσδοκίες ενός άνδρα όπως συνήθως γίνεται. Θυμάμαι μια αμερικάνικη μπροσούρα που κυκλοφόρησε αρκετά, με τον περίεργο τίτλο: «Η γυναίκα καθορίζει τη γυναίκα», αλλά και πολλά άλλα κείμενα κινούνταν στην ίδια λογική. Αφού διασώσαμε τη δική μας αξιοπρέπεια και ταυτότητα ( περισσότερο σωματικά παρά ψυχολογικά), η εκλογίκευση και ο αναστοχασμός ξεκίνησε απ’ αυτό που ήταν η επιζήμια πηγή της ταλαιπωρίας μας, η ρίζα της γυναικείας εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Την προσδιορίσαμε στην αναπαραγωγική εργασία[3][3], στο άμισθο νοικοκυριό έτσι όπως μέχρι τώρα έχει αποδοθεί στις γυναίκες στον καπιταλιστικό σεξουαλικό καταμερισμό της εργασίας. Μερικές από μας, παρόλα αυτά, ωθούμενες από την ανάγκη να εμβαθύνουμε περισσότερο στη μελέτη των καταβολών της γυναικείας κακοτυχίας, ερευνήσαμε επίσης τις προϊστορικές σχέσεις ανδρών και γυναικών, τη μητριαρχία και πατριαρχία, και αυτές οι μελέτες υπάρχουν, αλλά το επείγον καθήκον του εργατισμού ήταν να κάνει μια ανάλυση η οποία θα ήταν χρήσιμη σε μία παρέμβαση και επομένως επικεντρωθήκαμε στον καπιταλισμό. Αποκαλύψαμε το μυστήριο της αναπαραγωγής αναλύοντας πώς η παραγωγή και η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης καθιέρωσαν την κρυμμένη φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Αποκαλύψαμε το μυστήριο, αλλά όχι το μυστικό.

Γιατί πρέπει να πω πως κάθε αναπαραγωγή που αξίζει αυτό το όνομα έχει το μυστικό της. Διευρύναμε το σκεπτικό της τάξης ώστε να συμπεριλάβουμε τις γυναίκες ως παραγωγούς και αναπαραγωγούς της εργατικής δύναμης. Κοιτάξαμε κυρίως τις προλετάριες και τις γυναίκες της εργατικής τάξης. Πίσω από τις κλειστές πόρτες του σπιτιού, οι γυναίκες παρείχαν μια εργασία η οποία δεν είχε κανένα οικονομικό αντίκρισμα, ούτε ώρες εργασίας, ούτε διακοπές, παρόλο που στην ουσία απασχολούσε το σύνολο του χρόνου της ζωής τους. Αυτή η εργασία αποτελούνταν από υλικά και μη υλικά καθήκοντα και καθόριζε όλες τις επιλογές τους. Ορίσαμε την οικογένεια ως τον τόπο παραγωγής, εφόσον καθημερινά παρήγαγε και αναπαρήγαγε την εργατική δύναμη. Είπαμε ότι η εξωτερική εργασία ούτε εξάλειφε ούτε μετασχημάτιζε θεμελιωδώς την οικιακή εργασία, περισσότερο προσέθετε έναν δεύτερο αφέντη στον πρώτο που κυρίως αντιπροσωπευόταν από τον σύζυγο. Συνεπώς, η απελευθέρωση μέσω της εξωτερικής εργασίας δεν ήταν ποτέ ο αντικειμενικός μας στόχος. Ούτε η ισότητα με τους άνδρες ήταν. Με ποιον θα γινόμασταν ίσες, τη στιγμή που είχαμε επιφορτιστεί με μια εργασία την οποία έναν άνδρας δεν επρόκειτο να κάνει; Επιπλέον, σε μια περίοδο που η συζήτηση για την άρνηση της εργασίας γινόταν τόσο δυναμικά, γιατί θα έπρεπε να προσπαθήσουμε και να παλέψουμε για κάτι το οποίο οι άνδρες προσπαθούσαν να αρνηθούν;

Στη μεταφορντική κοινωνία εκείνων των χρόνων, είχαμε αποκαλύψει ότι η παραγωγή περιστρεφόταν χονδρικά γύρω από δύο πόλους: το εργοστάσιο και το σπίτι. Και εφόσον η γυναίκα παρήγαγε, μέσω της εργασίας της το απαραίτητο εμπόρευμα για τον καπιταλισμό, για παράδειγμα την ίδια την εργατική δύναμη, είχε στα χέρια της έναν βασικό μοχλό κοινωνικής εξουσίας : μπορούσε να αρνηθεί να παράγει. Μ’ αυτή την έννοια αποτελούσε κεντρική φιγούρα της «κοινωνικής ανατροπής» όπως συνηθίζαμε να λέμε εκείνη την εποχή, ως παράδειγμα ενός αγώνα που μπορούσε να οδηγήσει στο ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Πρέπει να πω ότι παρά τους βαθείς μετασχηματισμούς που συνέβησαν αργότερα στον τρόπο παραγωγής, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος της γυναικείας ευθύνης στον τρόπο παραγωγής και η σημαντικότητα της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης παρέμεναν άλυτα προβλήματα, παρόλο που αναπαρήγαγαν τη διαιώνιση ενός θεμελιώδους δυαδισμού. Αλλά ο δυαδισμός, πέρα από τον καθοριστικό θηλυκό/ αρσενικό, είναι κατά τη δική μου οπτική γωνία εγγεγραμμένος στο σύμπαν. Ίσως οφείλουμε να τον παρατηρήσουμε και να τον κατανοήσουμε καλύτερα, παρά να αποφεύγουμε τόσο εύκολα  να τον αντιμετωπίσουμε σαν να μην υπάρχει, ενώ προσπαθούμε να τον κάνουμε λιγότερο άνισο.

Όπως είπα πρωτύτερα, στην παρεμβατική δραστηριότητά μας αναφερόμασταν σε προλετάριες και γυναίκες της εργατικής τάξης. Αλλά η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης αντιπροσώπευε σ’ ένα γενικότερο επίπεδο το θεμελιακό στοιχείο της γυναικείας κατάστασης. Η κίνηση ενάντια σ’ αυτήν την κατάσταση συνεπαγόταν πρώτα απ’ όλα το ξεκίνημα μιας συμπεριφοράς άρνησης αυτής της εργασίας έτσι όπως μέχρι τώρα ελεύθερα και πρωταρχικά  είχε αποδοθεί στις γυναίκες. Συνεπαγόταν το ξεκίνημα διαπραγματεύσεων με το κράτος, προκειμένου ένα μέρος του παραγωγικού πλούτου να μπορούσε να προοριστεί γι’ αυτή την εργασία, με τη μορφή τόσο χρημάτων όσο και υπηρεσιών, ώστε αυτός ο χρόνος να αφιερωνόταν σ’ αυτήν, παρά να υποκριθούμε ότι ήταν ένα προαιρετικό καθήκον που θα μπορούσε εύκολα να συνδυαστεί με την εξωτερική εργασία. Η άρνηση προφανώς αφορούσε τόσο την υλική όσο και τη μη υλική αναπαραγωγή. Οι γυναίκες υποκαθίστανται από μια θηλυκότητα που σημαίνει να δουλεύεις για λογαριασμό άλλων, από την απίστευτη διαθεσιμότητα να ζεις ως λειτουργία κάποιου άλλου. Το θέμα της οικιακής εργασίας ήταν στενά συνδεδεμένο με αυτό της σεξουαλικότητας. Συνεπώς οι αγώνες για την εργασία, τη σεξουαλικότητα, την υγεία και τη βία διαπλέκονταν πολύ στενά μεταξύ τους. Κάποιες συντρόφισσες εκπόνησαν οξυδερκείς μελέτες πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Αυτό που διακυβευόταν στην αναπαραγωγή της εργασίας ήταν τα σώματα και μαζί μ’ αυτά σχέσεις και συναισθήματα.

Αγωνιζόμασταν στις γειτονιές, στα νοσοκομεία, τα σχολεία και τα εργοστάσια. Στην Πάντοβα στις 5 Ιούνη 1973 ξεκινήσαμε τον αγώνα για το δικαίωμα στην έκτρωση, μετατρέποντας μια δίκη, με κατηγορούμενη μια γυναίκα που είχε κάνει έκτρωση, σε πολιτική κινητοποίηση. Μετά από χρόνια ακτιβισμού με το σύνολο του φεμινιστικού κινήματος κατοχυρώσαμε το 1978 τον νόμο 194 που αναγνώριζε το δικαίωμα της εθελούσιας διακοπής της εγκυμοσύνης  με ιατρική βοήθεια. Το 1974 διοργανώσαμε στην Πάντοβα,  το κέντρο για την υγεία των γυναικών, ένα γυναικείο αυτοοργανωμένο συμβουλευτικό κέντρο, το πρώτο στην Ιταλία. Η εμπειρία των αυτοοργανωμένων κέντρων που λειτούργησαν και στο υπόλοιπο της χώρας σκόπευε να γίνει μια παραδειγματική στιγμή ενθάρρυνσης στην επανακαθιέρωση της σχέσης ανάμεσα στις γυναίκες και την ιατρική, ειδικά στη σφαίρα της γυναικολογίας. Στα νοσοκομεία δώσαμε δυναμικές μάχες( θυμάμαι αυτές στην Πάντοβα, τη Φεράρα και το Μιλάνο). Σ’ ένα εργοστάσιο ο αγώνας ήταν παραδειγματικός και λειτούργησε ως μοντέλο για άλλους. Εκεί, οι εργάτριες απαίτησαν να παρέχει σ’ αυτές το αφεντικό πληρωμένη ώρα και ιατρικές υπηρεσίες για γυναικολογικούς ελέγχους ρουτίνας χωρίς να χάσουν μέρες δουλειάς ή να εγκαταλείψουν τη φροντίδα για τον εαυτό τους. Εξαιρετικής σημασίας ήταν ο αγώνας σ’ ένα χωριό στο Βένετο ενάντια σ’ ένα εργοστάσιο που μόλυνε τον αέρα και τα νερά της περιοχής.

Όπως έλεγα παραπάνω είχαμε εθνικά και διεθνή οργανωτικά σχήματα άλλα ήταν εντυπωσιακό το επίπεδο εξαιρετικής φτώχειας των μέσων με τα οποία όλη αυτή η δραστηριότητα διεκπεραιωνόταν. Τα μέσα επικοινωνίας ήταν κυρίως η προκήρυξη και η εφημερίδα που λεγόταν ‘Le operaie della casa’ (οι εργάτριες του σπιτιού). Τέτοια εξουθενωτική και ολοκληρωτική στράτευση που δεν άφηνε χώρο για τίποτε άλλο στις ζωές μας προερχόταν οπωσδήποτε από την εμπειρία μας στην Potere Operaio, αλλά πιστεύω πως σ’ εκείνη τη φάση άλλες ομάδες ήταν σε παραπλήσια κατάσταση με τη δική μας. Αυτό ήταν προφανώς ακόμα πιο σκληρό για όποιες από μας είχαν ηγετικό ρόλο. Και εδώ είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί κάτι άλλο. Προς το τέλος της δεκαετίας ήμασταν εξαντλημένες από αυτού του είδους τη ζωή και τον ακτιβισμό. Όλα τα περιθώριά είχαν εξαντληθεί. Άλλωστε ήταν σημαντικά στενότερα από αυτά που οι άνδρες, συμπεριλαμβανομένων των συντρόφων, απολάμβαναν. Μετά από δέκα χρόνια το σώμα των γυναικών- και οι αγωνίστριες έχουν σώμα ακόμα κι αν συχνά τους το αρνούνται- ένιωσαν ότι το βιολογικό τους ρολόι έβαζε άλλες προθεσμίες. Για παράδειγμα, οι γυναίκες που ήθελαν να αποκτήσουν παιδί (αν και ήταν ήδη αργά) έπρεπε να αποφασίσουν με ποιον και σε ποιο περιβάλλον ζωής θα το μεγαλώσουν. Η διαδικασία της παραίτησης ξεκίνησε. Πολλές έπρεπε να εγκαταλείψουν τον αγώνα. Πάρα πολλά εξαρτιόνταν από τα λεφτά που αυτές οι γυναίκες είχαν στη διάθεσή τους, τον ελεύθερο χρόνο που είχαν και το  είδος δουλειάς που έπρεπε να κάνουν για να τα αποκτήσουν. Το παλιό πρόβλημα των γυναικών, η έλλειψη χρημάτων, για το οποίο είχαμε αγωνιστεί τόσο σκληρά μας αποκάλυψε ακόμα μια φορά τις δραματικές του διαστάσεις. Κοντά σ’ αυτή τη στιγμή της κρίσης έφτασε η καταστολή και μαζί μ’ αυτήν -ειδικά από τις αριστερές κοινωνιολόγους και ιστορικούς- η συνολική ακύρωση της φεμινιστικής μας τάσης, των αγώνων και της δράσης στα πλαίσια αυτής. Η  Polda[4][4] κι εγώ παρόλα αυτά φροντίσαμε να καταγράψουμε όλες τις στιγμές του αγώνα και της κινητοποίησης όπως και τα θέματα που ανέκυψαν στη συζήτηση αυτή, οργανώνοντας αρχείο με φυλλάδια και εφημερίδες. Και το υλικό αυτό υπάρχει ακόμη. Τη δεκαετία του ’80, χρόνια καταστολής και ομαλοποίησης , ένας κυρίως πολιτισμικός φεμινισμός θα αντικαθιστούσε αυτούς τους δυνατούς αγώνες και αυτές τις διεκδικήσεις ενορχηστρώνοντας μια διαδικασία ελέγχου των γυναικείων διεκδικήσεων και φωνών. Μας έστησαν στον τοίχο. Μ’ έναν πολύ κουραστικό τρόπο, δεδομένων των συνθηκών, κάποιες ιστορικές και θεωρητικές δουλειές ολοκληρώθηκαν από συντρόφους. Δουλειές που είχαν αρχικά συλληφθεί τη δεκαετία του ’70 ως μέρος ομάδων αυτομόρφωσης που δεν θα πραγματοποιούνταν πια. Θα ήταν ένας ευφημισμός να πούμε ότι  η κυκλοφορία αυτών των εργασιών εμποδίστηκε. Βασικά εξαφανίστηκαν. Υπονομεύτηκαν από μια αντίθετη πολιτική βούληση και μια αφθονία μελετών πάνω στη γυναικεία κατάσταση γραμμένες από μια διαφορετική σκοπιά. Η παραγωγή μας σε μια μεγάλη έκταση επίσης απαλλοτριώθηκε από μας. Στη μελέτη της γυναικείας κατάστασης οι θεσμοί χρησιμοποίησαν όλη τους τη δύναμη, κατευθύνθηκαν επιχορηγήσεις, δίκτυα και έρευνα καναλιζαρίστηκαν προσεκτικά. Στήθηκαν εικονικοί θεσμοί και πρωτοβουλίες. Το πρόβλημα της αναπαραγωγής της εργασίας δεν αναφερόταν πουθενά. Το ζήτημα της ανταμοιβής της οικιακής εργασίας συκοφαντήθηκε.

Σε κάποιο σημείο τη σκοτεινή δεκαετία του ’80, όταν έπρεπε να αντιμετωπίσω κάποια προβλήματα ζωής- οι αγωνίστριες έχουν και προσωπική ζωή αν και σ’ ένα σημαντικό βαθμό την καταστέλλουν- ένιωσα την ανάγκη να ξανακοιτάξω την προηγούμενη περίοδο από άλλες οπτικές γωνίες και υπέβαλα αυτήν την περίοδο στην δυσάρεστη δοκιμασία των συναισθημάτων. Έπρεπε να παραδεχτώ ότι ούτε στη στράτευσή μου στην Potere Operaio, ούτε σ’ αυτή στο φεμινιστικό κίνημα δεν είχα μία στιγμή, και το εννοώ, δεν είχα μία μοναδική στιγμή χαράς. Θυμάμαι μόνο μια τεράστια, συνεχή κούραση. Οπωσδήποτε η εμπειρία μου στην Potere Operaio μου είχε δώσει σημαντικά εργαλεία για να ερμηνεύσω την πραγματικότητα και εκείνη στο φεμινιστικό κίνημα εκτός από ερμηνευτικά εργαλεία με εφοδίασε , εμένα όπως και πολλές άλλες γυναίκες, με τέτοια δύναμη, σταθερότητα και ισορροπία που κανένας άνδρας δεν θα ήταν πια σε θέση να κλονίσει. Θυμάμαι πολλές συντρόφισσες που μου έλεγαν ότι το φεμινιστικό κίνημα τις έσωσε από την παράνοια. Μα δε θυμάμαι ούτε μια στιγμή χαράς. Πώς έγινε αυτό;

Όσον αφορά το φεμινιστικό κίνημα προσπάθησα να λάβω υπόψη μου τα πάντα, τη μελαγχολία που μου προκάλεσε η ρήξη με την προηγούμενη περίοδο. Άλλωστε γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Potere Operaio οπότε και ήμουν απογοητευμένη από τον απόλυτο διαχωρισμό από αυτή την συζήτηση. Γιατί το αποτέλεσμα του ήταν να μείνουν πίσω άνδρες σύντροφοι που δεν ήξεραν τίποτα για την εξέλιξη της συζήτησης στα θέματα που ήταν πολύ κεντρικά για μας,  και όταν μας συνάντησαν μπορούσαν μόνο να μας δώσουν απαντήσεις που αναλογούσαν στο επίπεδο των βαρβάρων. Την ίδια στιγμή εμείς μείναμε στο σκοτάδι σχετικά με τη δική τους συζήτηση ενώ θα ήταν χρήσιμο να αντιμετωπίσουμε κάποια ζητήματα που γίνονταν όλο και πιο σημαντικά. Εγώ τουλάχιστον ένιωσα αυτή την ανάγκη. Το θέμα είναι ότι όπως προσπαθούσα να βρω την αιτία της έλλειψης χαράς που ένιωθα έπρεπε να παραδεχτώ πως το πλαίσιο μέσα στο οποίο αγωνίστηκα τη δεκαετία του ’70, μπροστά στα εργοστάσια ή μέσα στα σπίτια, καθιέρωσε ένα έδαφος το οποίο απέτυχε να κινητοποιήσει τα βαθύτερα ενδιαφέροντά μου και να ικανοποιήσει τις ανάγκες μου προκειμένου να έχω ενέργεια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν ένιωθα χαρά. Ό,τι έχασα ήταν κάτι που θα μπορούσε μ’ έναν θετικό τρόπο να γεννήσει συναισθήματα, μια δυνατή φαντασία που θα μπορούσε να ανοίξει διαφορετικούς ορίζοντες. Είχα ανάγκη να αντιμετωπίσω άλλα ζητήματα και νέα υποκείμενα που επιθυμούσα και μπορούσαν αποτελεσματικά να με κάνουν να σκεφτώ έναν διαφορετικό κόσμο. Παρόλα αυτά για ένα μέρος της δεκαετίας του ’80 συνέχιζα να περιπλανιέμαι, από δωμάτιο σε δωμάτιο στο σπίτι της αναπαραγωγής.

Σχόλια: Το κείμενο αυτό της Mariarosa Dalla Costa δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια σημαντική μαρτυρία των αγώνων του 70’. Μέσα από τέτοια κείμενα, διαπιστώνει κανείς/ καμιά καταστάσεις οι οποίες συνήθως διατηρούνται ως άρρητες πρακτικές μέσα στην Αριστερά. Αναφερόμαστε, φυσικά, στο σεξισμό των ανδρών που συμμετέχουν στα κινήματα. Η αποχώρηση της Dalla Costa και άλλων αγωνιστριών από την Potere Operaio δείχνουν κάτι τέτοιο. Από την άλλη, είναι κρίσιμο το πώς μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες οι διαφορές ανάμεσα στα ποικίλα υποκείμενα αναδεικνύονται και γίνεται μια απόπειρα αντι-θέσμισης σε σχέση με αυτές. Δημιουργούνται, δηλαδή, αυτόνομες γυναικείες ομάδες που αποπειρώνται να καλλιεργήσουν συνειδήσεις μέσα στο υποκείμενο-γυναίκα που μέχρι τότε είναι καταδικασμένο στις, ας πούμε, «δευτερεύουσες λειτουργίες» μιας πολιτικής οργάνωσης. Η συγγραφέας αναφέρεται, εδώ, στη μία μόνο τάση του ιταλικού φεμινιστικού κινήματος, αυτή που θα ονομάζαμε εργατίστικη. Η άλλη τάση, εξίσου ισχυρή, ήταν αυτή των ομάδων αυτοσυνείδησης. Εξάλλου, και στην Ελλάδα όσο εφαρμόστηκαν ομάδες αυτοσυνείδησης η κύρια επιρροή τους, σύμφωνα με κάποιες από τις συμμετέχουσες, ήταν από την πλούσια Ιταλική παράδοση.

Ωστόσο, έχει υπάρξει μια παρεξήγηση τα τελευταία χρόνια, που οφείλεται σε μια διαστρέβλωση ή άγνοια της ιστορίας, και βέβαια η παρεξήγηση αυτή οφείλεται σε κάποιους (αρσενικούς) μαρξιστικούς οδοστρωτήρες της ιστορίας. Αφενός, ότι οι ριζοσπαστικές φεμινιστικές εργατίστικες ομάδες ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό από τις, πιο κομφορμιστικές, ομάδες αυτοσυνείδησης. Αφετέρου, ότι ναι μεν στην Ιταλία του 70’ υπήρχε η ανάγκη για αμιγώς γυναικείες ομάδες, τώρα όμως, μιας που εκείνα τα κινήματα τότε κατάφεραν να άρουν τις διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών, δεν υπάρχει καμιά τέτοια ανάγκη – ούτε καν για τις εργατίστικες γυναικείες ομάδες. Το πρώτο επιχείρημα, βέβαια, είναι σαθρό από πολλές απόψεις μιας και όσοι το υποστηρίζουν δε βλέπουν ότι ιστορικά, παρόλη την πολεμική μεταξύ των δύο τάσεων, πολλές γυναίκες συμμετείχαν και στις δύο μορφές οργάνωσης. Μάλιστα και οι δύο τάσεις αναπτύχθηκαν, με πολύ μεγάλη συμμετοχή, στην Ιταλία. Εξάλλου, το ίδιο σημαντικό ήταν για τις γυναίκες να αναπτύσσουν ένα ριζοσπαστικό λόγο γύρω από την οικιακή εργασία όσο και γύρω από τη σεξουαλικότητά τους. Γι’ αυτό μάλιστα το 70’, τα πιο πολλά κινήματα αποστράφηκαν τον κατεστημένο μέχρι τότε τρόπο ανάγνωσης του μαρξισμού, για να οδηγηθούν σε ένα άνοιγμα των οριζόντων του προτάγματος, σε μια συνένωση του λεγόμενου ταξικού με το λεγόμενο πολιτισμικό. Αργότερα, βέβαια, έγινε και πιο συνειδητό το ότι αυτά τα δύο πεδία δεν είναι τόσο εύκολα διακριτά. Γύρω, δε, από τη συζήτηση του τι ήταν κομφορμιστικό και τι όχι στο γυναικείο κίνημα, προφανώς δεν περιμένουμε να μας το πουν κάποιοι άντρες ή κάποιες γυναίκες που ακούν τη λέξη φεμινισμός και παθαίνουν εγκεφαλικό… Είτε είσαι εργατίστρια, είτε της αυτοσυνείδησης, κομφορμιστικό θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι μόνο το να μη βλέπεις καθόλου τον καπιταλισμό ως στόχο αλλά και το να αποδέχεσαι, ρητά ή άρρητα, μια γυναικεία φύση, ένα θηλυκό χαρακτήρα κτλ. Το δεύτερο επιχείρημα-παρεξήγηση είναι απλή ιδεολογία και προπαγάνδα, μιας και πάλι δεν κρίνεται το τι είναι κοινωνικά αναγκαίο αλλά τι είναι επιθυμητό από αυτόν που μιλάει. Αυτό το επιχείρημα δεν μπορεί κάποιος να το υπερασπίζεται για να πείσει άλλες/ -ους ότι δεν πρέπει να υπάρχουν αμιγώς γυναικείες ομάδες. Κι αυτό, γιατί αγνοεί μια τεράστια κοινωνικο-ιστορική στιγμή της δημιουργίας του ανθρώπου. Ακόμα και σήμερα, νέες γυναίκες, μεγάλες γυναίκες, γυναίκες που δεν αισθάνονται «γυναίκες» επιλέγουν να δράσουν και να στοχαστούν οργανωμένες σε δίκτυα και ομάδες γυναικών. Η απάντηση δε θα έπρεπε να είναι αυτή των ύπουλων ψηφοθηρών, που αναδρομικά αναγνωρίζουν το Φεμινισμό μόνο και μόνο για να μη χάσουν εντελώς το πολιτικό τους κύρος. Η απάντηση θα έπρεπε να είναι η αμέριστη αλληλεγγύη μας.

Αυτά τα ζητήματα έρχονται και επανέρχονται συνεχώς μετά την εποχή της Dalla Costa. Το συμπέρασμα των κοινωνικών αγώνων του 70’, ωστόσο, ήταν σημαντικό: «η καταπίεση εδράζει σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, εκεί πρέπει να εδράζει και ο αγώνας». Αυτές οι πτυχές δεν τίθενται ούτε πυραμιδοειδώς, ούτε αιτιοκρατικά, ούτε ιεραρχικά. Η διαπλοκή τους είναι διαπλοκή διαφορετικών ρήξεων, αναλύσεων και προτάσεων, είτε το θέλουμε είτε όχι. Η ιστορία, από την άλλη, έχει δείξει ότι λατρεύει τα πισωγυρίσματα σε ταυτότητες που υποτίθεται είχαμε ξεπεράσει. Ο Ιταλικός φεμινισμός, ως κίνημα δημιουργίας, όχι μόνο ανέλαβε να αναχαιτίσει τον πατριαρχικό πολιτισμό αλλά κατάφερε και να θεσμίσει ενάντια στο υπάρχον. Μέρος της θέσμισης αυτής ήταν και οι αυτόνομες γυναικείες ομάδες, όποιο χαρακτήρα κι αν διάλεξαν. Στο μέτρο που πάλευαν για την Αυτονομία, κοινωνική και ατομική, δεν ήταν ούτε κομφορμιστικές, ούτε ρεφορμιστικές. Ήταν, απλώς και παρά τους πονοκεφάλους που προκάλεσαν, Αυτόνομες!

Terminal 119 – για την κοινωνική και ατομική αυτονομία

[1] Η Potere Operaio (εργατική εξουσία) ιδρύθηκε το φθινόπωρο του 1969 χάρη στη συμβολή της potere operaio veneto- emiliano και του ελευθεριακού φοιτητικού κινήματος της Ρώμης. Ηγετικές μορφές της οργάνωσης ήταν ο A. Negri, o Oreste Scalzone, o Franco Piperno και o Valerio Morucci. Λειτούργησε ως καταφύγιο για πολλούς διανοούμενους και άλλα υποκείμενα που συνδέονταν με αγώνες στα εργοστάσια ιδιαίτερα στο βιομηχανικό Νότο. Διαλύθηκε το 1973.

[2] Να σημειώσουμε ότι την ίδια εποχή υπήρχαν δραστήριες αναρχοφεμινιστικές ομάδες όπως η οργάνωση ελευθεριακών γυναικών, οι ελευθεριακές γυναίκες στο Μιλάνο, η κολεκτίβα le scimmie ( οι πιθηκίνες) και άλλες που αρνούνταν τα κοινοβουλευτικά μέσα απαιτώντας τον ολοκληρωτικό αυτοκαθορισμό της γυναίκας και τον έλεγχο πάνω στο σώμα της.

[3] Ο όρος αναφέρεται στην αναπαραγωγή της ίδιας της εργατικής δύναμης του εργάτη, δηλαδή στην καθημερινή διεκπεραίωση των  καθηκόντων που έχουν σχέση με την ίδια την ύπαρξή του, όπως είναι η προετοιμασία του φαγητού, το πλύσιμο των ρούχων του,  η συναισθηματική στήριξη, φροντίδα που συντηρεί τον ίδιο και την ικανότητά του να είναι παραγωγικός στην εργασία του και με την οποία ιστορικά έχουν συνδεθεί οι γυναίκες.

[4] Αναφέρεται προφανώς στην Leopoldina Fortunati, συγγραφέα του L’ arcana della riproduzione που εκδόθηκε στην Ιταλία το 1971.

Σχολιάστε