ισλαμοφάγοι και ισλαμολόγοι (μηνιαίο σχόλιο του CM στο radio FSK του αμβούργου)


«Οι έννοιες είναι οι χειρολαβές με τις οποίες μετακινεί κανείς τα πράγματα» (B. Brecht)

Μερικές φορές αισθανόμαστε σαν εργοστάσιο ανακύκλωσης. Πράγματα τα οποία χρησιμοποιήσαμε επί είκοσι χρόνια, τα επαν-επεξεργαζόμαστε εκ νέου και τα προσφέρουμε ξανά με νέα συσκευασία για τον άνδρα και τη γυναίκα. Έτσι και με αυτό το θέμα, με το οποίο ξεκινάμε το σχόλιο μας στη νέα χρονιά. Συγκεκριμένα με την επαν-επεξεργασία της καθημερινής έννοιας: «ισλαμισμός» η οποία έχει ενσωματωθεί σε πολλά στόματα και μολότοφ, σε πολλά ξεσπάσματα πυρκαγιών και γραπτών κειμένων, συμπεριλαμβανομένων βέβαια και των δευτερευόντων προϊόντων της, όπως: «Ισλαμοφασίστες», «πράσινοι ναζίδες», «ελεύθερο τάγμα των ισλαμοσυντρόφων», «ιδεολογία της ανώτερης φυλής» ή και στην ηδονιστική της μορφή, όπως «κατσικογαμιάδες», «γουρουνάκια του κορανίου», «όχλος προσευχητών», «γουναροπρόσωπα» (για τα γένια) κλπ. Και καμιά φορά, μάλιστα, αστράφτει ένα ακριβό παχουλό μαργαριτάρι σε αυτό το γλυκανάλατο και βαριεστημένο κλίμα: «Όποιος δεν έχει καταντήσει ζόμπι, θα αναγνωρίσει τη μαντήλα σαν απειλή. Είναι το σύμβολο της σκλαβωμένης γυναίκας. Το σεξ μαζί της είναι μάλλον τόσο ενδιαφέρον, όσο οι τηλεοπτικές ειδήσεις. Και μαζί του, ανάλογα απαίσιο, χωρίς ηδονή, με ωμές κινήσεις πάνω-κάτω» (από το περιοδικό Μπαχάμας[1], Οκτ. 2011). Ίσως αυτός ο άνδρας – ενθουσιασμένος από έναν ακραίο ερεθισμό – αφήνει να διαρρεύσει όχι μόνο η νηπιακή και μετεφηβική του μόρφωση και κοινωνικοποίηση, άλλα και η ντροπαλή, μουσκεμένη φαντασίωση του.

Και όταν η αριστερή μπυραρία τους είναι κλειστή, κάνουν ανοιχτά σκέψεις για το κάψιμο τζαμιών, κριτικάροντας τους αυτόνομους για την ασυνέπεια τους, που «ενώ το 1987 κάψανε το Bolle (σουπερ μάρκετ), τώρα έχουν απορρίψει κάθε αντίσταση ενάντια στο ισλαμικό κέντρο που αναγείρεται στο ίδιο σημείο.» (επίσης από Μπαχάμας)

Κι άλλοι πάλι μας μπερδεύουν για το τι στο διάολο εννοούν όταν, αν και φανατικοί οπαδοί εκφράσεων όπως «το προσωπικό είναι πολιτικό», «όλα είναι πολιτική» κτλ, επιλέγουν να καταφερθούν επιλεκτικά μόνο ενάντια στο «πολιτικό Ισλάμ». Ερωτευμένοι με τα δεδομένα όπως είμαστε, θέτουμε το εξής: πάνω από τα δυο τρίτα των μέχρι τώρα θυμάτων των λεγόμενων «ισλαμιστικών» οργανώσεων ήταν πολιτικοποιημένοι ή απολίτικοι μουσουλμάνοι. Η συμπαράσταση με τους μουσουλμάνους θα έπρεπε να είναι επομένως αυτονόητη. Όμως δεν είναι, γιατί αυτοί δεν ανήκουν στον «πολιτισμό μας», είναι ένας αδιάφορος αριθμός θυμάτων από τον «όχλο των προσευχητών».

Όλα αυτά δεν είναι καινούργια. Να θυμίσουμε ότι, το 1998, δηλαδή πριν 13 χρόνια, κομμάτια της αριστεράς ανακάλυψαν έναν νέο εχθρό, κατασκεύασαν μια νέα ομάδα για να τη στιγματίσουν, να την εκθέσουν και να την αποτελειώσουν.

Σε μια και μόνο έκδοση του περιοδικού «Κονκρέτ», φλυαρούσαν με κατεβατά σελίδων και εκφράσεων για όλα αυτά που αργότερα έγιναν το σταθερό λεξιλόγιο των μουσουλμανο-φάγων. Για αυτό τοποθετούμε την αρχή αυτής της καμπάνιας σε εκείνο το έτος με ταυτόχρονη αναγνώριση του πρωτοποριακού ρόλου αυτού του τμήματος της αριστεράς. Το ότι τότε δεν υπήρχε ακόμη ένα ενιαίο λεξιλόγιο ήταν αυτονόητο. Οι αριστερογερμανοί έπρεπε πρώτα να τα βρουν μεταξύ τους και να συμφωνήσουν στις έννοιες, πράγμα που όντως το κατάφεραν (η έννοια π.χ. των «κοιμωμένων» αποκοιμήθηκε νωρίς). Η 11η του Σεπτέμβρη αποτέλεσε μονάχα το αδιαμφισβήτητο γεγονός για τη σίγουρη νομιμοποίηση αυτού του νέου προτάγματος των αριστερογερμανών, μιας και επέζησε κάθε κρίσης και κάθε νομισματικού σκαμπανεβάσματος.

Ως γνωστόν, κι αυτή η έννοια ταλαιπωρείται από το πάθος των εφευρετών της για ταξινόμηση και για αυτό εξειδικεύεται και σε αυστηρά ξεχωριστές κατηγορίες: ισλάμ και ομοφοβία, ισλάμ και σεξισμός, … και πατριαρχία, … και μαντήλα, … και αντισημιτισμός … και ό,τι θέλετε. Λόγο του λίγου χρόνου, θα ασχοληθούμε με το τελευταίο, δηλαδή με την πλατιά διαδεδομένη αντίληψη ότι το Ισλάμ, ακριβέστερα ο ισλαμισμός, δηλαδή το Ισλάμ και οι πιστοί του, παράγουν, προωθούν και εφαρμόζουν τον αντισημιτισμό, ότι ο αντισημιτισμός είναι παράγωγο, απορρέει από την ισλαμική θρησκεία και επομένως οι οπαδοί του είναι εξοντωτικοί αντισημίτες.

Η ειρωνεία της ιστορίας είναι, ότι όταν το 1997 ασχοληθήκαμε σε κείμενο μας με το θέμα «αντισημιτισμός ανάμεσα στους μετανάστες», γράψαμε και μια σοφή προφητεία στην εισαγωγή: «μας είναι συνειδητό ότι αυτό το κείμενο ή τμήματα του θα χρησιμοποιηθούν σε κάθε πιθανή μορφή τους σαν ελαφρυντικά στοιχεία ώστε οι αριστερογερμανοί να σχετικοποιήσουν τον μη εξοντωμένο, μέχρι σήμερα στη γερμανία, εξοντωτικό αντισημιτισμό». 14 χρόνια μετά, πράγματι, η σχετικοποίηση των εγκλημάτων των φανατισμένων γερμανών, με την εργαλειοποίηση κι αυτής της έννοιας, του ‘ισλαμισμού’, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Ακόμα και το Άουσβιτς κατάφεραν να μεταφέρουν μακριά, στις αραβικές χώρες.

Ούτε καν στους ερευνητές της ράτσας σκοντάφτουν, αυτοί οι υποβολείς του Σαραζίν:
«εδώ και δεκαετίες υπάρχουν από φημισμένους γενετιστές, επιστημονικά αποτελέσματα που δείχνουν ότι πράγματι ένα μεγάλο ποσοστό των ασκεναζίμ εβραίων έχει πολλές γενετικές ομοιότητες, σε σύγκριση με άλλες ομάδες. Αυτό όμως για τους κινδυνολόγους που με την πρώτη ευκαιρία φωνάζουν «αντισταθείτε άμεσα!», θεωρείται σκάνδαλο. Όμως εδώ θα έπρεπε να τεθεί η σημαντική ερώτηση: τι νομίζει δηλαδή ότι μπορεί να αποδείξει κανείς με τις ανακαλύψεις των επιστημόνων; Ο Σαραζίν , όσο και να το επιθυμούσε η αριστερά, είπε μεν ότι υπάρχει ένα εβραϊκό γονίδιο, όχι όμως ότι από αυτό απορρέει ένας ιδιαίτερος εβραϊκός χαρακτήρας. Έτσι αυτή η σκανδαλοποιημένη έκφραση δεν έχει καμιά σχέση ούτε με ρατσισμό ούτε με αντισημιτισμό» (από το περιοδικό Μπαχάμας, Σεπτ. 2010). Κρίμα μόνο, που ο Σαραζίν πήρε πίσω αυτό με το εβραϊκό γονίδιο και έτσι μας έκλεψε την ευκαιρία να μάθουμε περισσότερα για τις «ανακαλύψεις των επιστημόνων» και τα «επιστημονικά αποτελέσματα» τους για ράτσες, DNA, χρωστικές ουσίες και άλλες «γενετικές ομοιότητες», από «φημισμένους γενετιστές», έτσι, πλήρως ουδέτερα και καθαρά επιστημονικά, όπως παλιότερα ο Μένγκελε, η Έυα Γιουστίν, ο Ρόμπερτ Ρίτερ[2] κ. α.

Το πρόβλημα μας δεν είναι να ανοίξουμε συζήτηση με αποσπάσματα ή σούρες (κεφάλαια του κορανιού) από το κοράνι ερμηνεύοντας τα ώστε να αποδείξουμε τα αντίθετα όσων λένε οι μουσουλμανοφάγοι, πράγμα πολύ εύκολο για το θεολογικό τμήμα μας. Θα μας ήταν αδιάφορο, όμως, να κάνουμε κάτι τέτοιο, όσο αδιάφορη θα μας ήταν και κάθε άλλη μορφή μεταφυσικής προσέγγισης όπως ‘χριστιανισμός’, ‘μαρξισμός’ και άλλες διδασκαλίες που υπόσχονται την αιώνια μελλοντική ευτυχία και, από την άλλη, γιατί αυτό δε έχει καμία, απολύτως καμία σχέση με το θέμα. Αυτό για το οποίο επιλέγουμε να γίνει λόγος είναι ότι και πάλι γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί ο αντισημιτισμός σαν ένα παράγωγο από κάτι άλλο, ότι είναι επακόλουθο μιας άλλης διαδικασίας, σε αυτήν την περίπτωση, μιας θρησκευτικής κατήχησης.

Είναι η ίδια προσπάθεια, όπως όταν εξηγούν τον αντισημιτισμό μέσα από τον καπιταλισμό, τη νεωτερικότητα, τη θεωρία της αξίας, κάποιο παιδικό τραύμα ή κάποιο οιδιπόδειο σύμπλεγμα. Το δεδομένο ότι ο αντισημιτισμός είναι μια σχέση βίας (συγκεκριμένα μια σχέση εξοντωτικής βίας), ότι είναι η πιο αυτόνομη θεωρία και πράξη από όλες τις αυτόνομες θεωρίες και πρακτικές, μια συνεπής και ερμητικά κλειστή κοσμοθεωρία, που υπάρχει μόνο με τους δικούς της νόμους και κανόνες, προσπαθούν να το πνίξουν έτσι από την αρχή. Η θεωρία του αντισημιτισμού είναι το συναίσθημα του μίσους ενάντια στους εβραίους, η πρακτική του είναι η εξόντωση τους. Να το πούμε αλλιώς ώστε να μας καταλάβουν και οι μαρξιστικά επηρεασμένοι ακροατές: ο αντισημιτισμός είναι αιτία και αποτέλεσμα ταυτόχρονα.

Όταν παρόλα αυτά, όμως, γίνεται αυτή η προσπάθεια απόδοσης του αντισημιτισμού σε εξωτερικά φαινόμενα, τότε αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με την έρευνα για τα αίτια του αντισημιτισμού. Και όταν αυτό γίνεται ειδικά από αριστερογερμανούς, αρκεί να τσιτάρουμε εμάς τους ίδιους:

«Ο αντισημιτισμός πρέπει να καταπολεμάται σαν τέτοιος, ανεξάρτητα από κάθε τι άλλο (ανεξαρτήτως θρησκείας, προέλευσης, εθνικότητας, χρώματος δέρματος, φύλου κλπ.). Δεν είναι απαραίτητο να επιχειρηματολογείτε/ δικαιολογείτε – ούτε με το Ισλάμ, ούτε με την τουρκική, αραβική ή οποιαδήποτε άλλη καταγωγή. Όταν όμως ακριβώς αυτό (η καταγωγή, η θρησκεία κλπ), μπαίνουν στο επίκεντρο ή γίνονται μάλιστα και αφετηρία στον αγώνα ενάντια στον αντισημιτισμό, τότε αυτό δεν έχει καμία σχέση με την καταπολέμηση του, αλλά χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνον σαν δικαιολόγηση και νομιμοποίηση άθλιων, αριστερογερμανικών πογκρόμ» (από το κείμενο των CM: «Το Χαρτί του Άουσβιτς», Νοέμβριος 2003).

Στην αντιστροφή της, αυτή η διαδικασία, σημαίνει, ότι όταν αποφεύγεται η κριτική του αντισημιτισμού, επειδή υπάρχει «μεταναστευτικό φόντο», αυτό σημαίνει ότι η καταγωγή, το χρώμα δέρματος, η θρησκεία, η εθνικότητα γίνονται καθοριστικό κριτήριο. Αν όμως αυτό δεν είναι ρατσισμός, τότε τι άλλο μπορεί να είναι;

Θεωρούμε αυτό το δεδομένο, δηλαδή τον αντισημιτισμό σαν αυτόνομη σχέση εξόντωσης, σαν το καθοριστικό για όσους εναντιώνονται στον αντισημιτισμό. Διότι, αν η αιτία  του αντισημιτισμού, είναι ο ίδιος ο αντισημιτισμός, τότε μόνο η εξαφάνιση του ή έστω η καταπίεση του έχει νόημα. Αλλιώς, αν ο αντισημιτισμός θεωρείται επακόλουθο κάτι άλλου, τότε εξυπηρετείται μονάχα η διαιώνιση του αν όχι μάλιστα κι η ισχυροποίηση του. Διότι ο χριστιανός αντισημίτης παραμένει αντισημίτης ακόμα και όταν γίνει μουσουλμάνος. Ο μουσουλμάνος αντισημίτης παραμένει αντισημίτης ακόμα και όταν γίνει χριστιανός. Ο άνεργος αντισημίτης παραμένει αντισημίτης ακόμα και όταν δεν είναι πια άνεργος. Ο δεξιός αντισημίτης παραμένει αντισημίτης ακόμα και αν γίνει αριστερός. Και ο αντιγερμανός αντισημίτης παραμένει αντισημίτης ακόμα και όταν δεν θέλει να είναι πια αντιγερμανός, όπως πχ. ο Έλσεσερ[3].

Όμως για να μη μοιράσουμε από απροσεξία δάφνες στην σημερινή αριστερά, πρέπει να τονίσουμε ότι η απόδοση του φαινομένου σε άσχετα φαινόμενα δεν είναι δικό τους κατόρθωμα. Εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια, γίνανε και συνεχίζουν να γίνονται πολλές προσπάθειες ώστε «να ελέγξουν το πρόβλημα», π.χ. από τον Μαρξ («το εβραϊκό ζήτημα») ή από τον Αντόρνο, που είχε την άποψη ότι ο αντισημιτισμός εξηγείται/ απορρέει/ παράγεται από τον καπιταλισμό… Ναι, είναι αλήθεια, δεν έχουμε ούτε ιερά ούτε όσια.

Η επιφανειακά αντίπαλη πλευρά – που και η ίδια παρεμπιπτόντως δεν μπορεί να επιζήσει χωρίς την χρήση όρων όπως «ισλαμιστές», «ισλαμισμός» κλπ – (λέμε ‘επιφανειακά’ γιατί εδώ δεν πρόκειται μόνο για πνευματικά αδέλφια αλλά για αντιμαχόμενους σφετεριστές κληρονόμους), ασκεί οξεία κριτική σε αυτό το είδος, τους αντιγερμανούς. Βιάζεται ευχαρίστως να δεχτεί τον φιλοσημιτισμό τους σαν «συμπαράσταση στο Ισραήλ», επειδή όπως γράφουν, «αυτό σημαίνει την επικρότηση αμφιβόλων από πλευράς κράτους δικαίου, στρατιωτικών ενεργειών του Ισραήλ» (από το «Ο θαυμαστός κόσμος των αντιγερμανών», ον-λάιν-περιοδικό „TrendOnlineZeitung“, Νοέμβρης 2011). Ας τολμήσουμε να καταλάβουμε αυτήν και μόνο την φράση τους. Καταρχάς μας δηλώνει η συγγραφέας της, ανοιχτά και εθελοντικά, τη λατρεία της προς τις ανθρωπιστικές αξίες του κράτους δικαίου, που ως γνωστόν αποτελούν το αποκορύφωμα του πολιτισμού. Το ότι σαν ακροαριστερή, μερικές γραμμές πιο κάτω, κριτικάρει τους οπαδούς του κράτους δικαίου σαν κρατιστές, δηλαδή επειδή ακριβώς υπερασπίζονται το κράτος δικαίου, ούτε καν της περνάει από το μυαλό. Ταυτόχρονα στέκεται κριτικά – από την άποψη του κράτους δικαίου, εννοείται – απέναντι στις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ. Κι επειδή γνωρίζει ή τουλάχιστον κάπου άκουσε κάποτε ότι δεν ταιριάζει στη χώρα των θυτών να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Ισραήλ, διαλέγει μια – όπως θεωρεί η ίδια – σίγουρη παρακαμπτήριο, κατά την οποία «προβληματοποιεί» τουλάχιστον τις στρατιωτικές ενέργειες του IDF , όπως συνηθίζεται να λέγεται στην αριστερογερμανική διάλεκτο. Αυτό το καταφέρνει με την κλασική έννοια των «αμφίβολων ενεργειών». Αυτή η έννοια παρέχει τόσες ερμηνείες, όσες χρειάζεται κάθε αντισημίτης και κάθε αντισημίτρια, ιδιαίτερα στην εναλλακτική μορφή του αντισιωνισμού, για να κοιμάται ήσυχα. Γιατί όλη αυτή η σάλτσα με την μη τήρηση των κανόνων του κράτους δικαίου, πέρα από το ερώτημα του τι εκφράζεται με αυτό, ισχύει φυσικά μόνο για το Ισραήλ και τις μισητές δομές άμυνας του. Πουθενά αλλού σε όλο το κείμενο της δεν υπερασπίζεται αυτά τα σκατά περί κράτους δικαίου. Να γίνουμε ακόμα πιο συγκεκριμένοι: Δεν καταδικάζει όλες τις ενέργειες του IDF ούτε τις θεωρεί όλες αμφίβολες. Διότι αντί να χρησιμοποιήσει οριστικό άρθρο και να πει, «των στρατιωτικών ενεργειών», λέει απλά «στρατιωτικών ενεργειών».

Ποιο είναι λοιπόν το κριτήριο; Είναι η μη υπέρβαση ενός συγκεκριμένου αριθμού διαμελισμένων μαθητών κάποιου σχολικού λεωφορείου ή κατακερματισμένων πτωμάτων νεαρών θαμώνων κάποιου καφέ του Τελ Αβίβ; Από πόσα πτώματα και πάνω, λοιπόν, δεν θα θεωρούνται οι στρατιωτικές ενέργειες του IDF «αμφίβολες»; Πόσο ψηλός είναι ο πήχης; Αυτό δεν μας το εκμυστηρεύεται η συγγραφέας. Αυτά τα γλωσσικά στραμπουλήγματα κι ο ανθρωπάκος στο δρόμο θα τα θεωρούσε «μπερδέματα» και «γύρω-γύρω από την ταμπακιέρα». Είναι η γλώσσα του αντισιωνισμού στην οπορτουνιστική του μορφή. Για αυτό δυσκολευόμαστε πολύ να ξεχωρίσουμε τις δυο αυτές πλευρές. Και οι δυο είναι προσηλωμένες στον ίδιο στόχο: ανάλογα με το στρατόπεδο που ανήκουν, είτε στοχεύουν να μεταφέρουν πέρα μακριά το Άουσβιτς, είτε στοχεύουν να το ξεχρεώσουν για να τελειώνουν με δαύτο. Διότι η βροχή της στάχτης από τα κρεματόρια είναι ακόμα κολλημένη στα ρούχα τους και πρέπει να την αποτινάξουν από πάνω τους. Όπως το είπαμε… αντιμαχόμενοι σφετεριστές κληρονομιάς.

Ο αντιισλαμισμός χρησιμοποιεί σήμερα επιτυχημένα στοιχεία του αντισημιτισμού: ‘σκοτεινές δυνάμεις’, ‘παγκόσμια συνωμοσία’, ‘υπονόμευση του «πολιτισμού μας»’ κλπ. Μήπως αυτό σημαίνει ότι αντισημιτισμός ίσον αντιισλαμισμός; Κατηγορηματικά όχι. Πέρα από πολλά και βασικά επιχειρήματα θα περιοριστούμε σε ένα και μόνο δεδομένο: οι εβραίοι της ευρωπαϊκής διασποράς βρέθηκαν τότε απολύτως απομονωμένοι και χωρίς οποιαδήποτε υποστήριξη και προστασία από κανέναν απέναντι στους γερμανούς δημίους τους. Στη Γερμανία, στην Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο. Σήμερα οι μουσουλμάνοι δεν είναι σε ακραία περίπτωση μόνοι τους αλλά μπορούν να βασιστούν σε οργανώσεις και κράτη, ανεξάρτητα από τους λόγους και τα κίνητρα των τελευταίων. Και αυτό είναι καλό, ώστε να αποφευχθεί το χειρότερο. Αυτό έχει σημασία. Τίποτε δεν θα ευχόμασταν με όλη μας την καρδιά περισσότερο από το να υπήρχαν και τότε τέτοιες οργανώσεις και Λόμπι για τους εβραίους, ανεξαρτήτως των λόγων και των κινήτρων με τα οποία επέλεξαν να τους συμπαρασταθούν. Και για αυτούς που δεν το κατάλαβαν ακόμα: η συγκεκριμένη υλοποίηση αυτής ακριβώς της διαπίστωσης εκφράζεται σήμερα με ένα όνομα: Ισραήλ.

Café Morgenland, Δεκέμβριος 2011


[1] Εστιάζουμε την κριτική μας κυρίως σε αυτό το είδος, γιατί α) προβάλουν σαν εκπρόσωποι του αντιγερμανικού χώρου και β) γιατί μας διευκολύνουν καθώς είναι από τα ελάχιστα είδη τα οποία εκφράζουν ανοιχτά και με ειλικρίνεια τις ρατσιστικές γερμανολαγνείες τους, αντί να εκδίδουν από το Φράιμπουργκ τόνους βιβλίων ή να εκτυπώνουν εβδομαδιαίες αθλιότητες από το Βερολίνο. Ελπίζουμε ότι παρόλα τα προγράμματα αποστασιοποίησης και αλλαγής ταυτότητας που εξελίσσονται σε αυτό το χώρο, να επιβιώσουν.

[2] Οι δυο τελευταίοι διετέλεσαν κατά την περίοδο του εθνικοσοσιαλισμού επιστήμονες της «υγιεινής της ράτσας» (καθαρότητα της γερμανικής φυλής), με ειδικότητα στους Ρομά. Πριν την εξόντωση τους, οι Ρομά υφίσταντο εξετάσεις και πειράματα, για «καθαρά επιστημονικούς λόγους». Μετά τον πόλεμο, οι εν λόγω επιστήμονες δούλευαν μέχρι και τη δεκαετία του ‘60 σαν «ποινικοψυχολόγοι» στο ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας της Φρανκφούρτης, υπεύθυνοι για την έκδοση πιστοποιητικών αποζημίωσης…  των από τα στρατόπεδα εξόντωσης επιζώντων Ρομά!

[3] Jürgen Elsässer: Πρώην αστέρι των αντιγερμανών και αρχιδημοσιογράφος στην junge welt, μετέπειτα Jungle wolrd, σήμερα ηγέτης μιας εθνικιστικής, αντισημιτικής οργάνωσης, με επαφές στους ακροδεξιούς κύκλους.

Για να δείτε τα υπόλοιπα κείμενα από το “Cafe Morgenland“, πατήστε εδώ !

Σχολιάστε